Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

FPS, αυτή η μάστιγα

Όσοι από εμάς ασχολούμαστε λιγότερο ή περισσότερο με το YouTube ανεβάζοντας περιεχόμενο σχετικά υψηλών γραφιστικών απαιτήσεων, όπως είναι το gameplay από video games, σίγουρα θα έχουμε έρθει έστω και μία φορά στη θητεία μας αντιμέτωποι με (συνήθως όχι και τόσο κόσμιους) σχολιασμούς που αφορούν τα frames per second, γνωστά και ως FPS, των videos μας. Με πολύ απλά λόγια, τα frames per second (ρυθμός ανανέωσης καρέ) έχουν να κάνουν με την ταχύτητα με την οποία "φορτώνει" κάθε συνεχόμενο "κάδρο" στο παιχνίδι που παίζουμε, επηρεάζοντας το πόσο ομαλή ή όχι είναι η ροή του. Πρόκειται για κάτι καθαρά τεχνικό που δεν αφορά την απόδοση του video game ή του ανθρώπου που το χειρίζεται, ωστόσο μερικές φορές το υψηλότερο ή χαμηλότερο FPS μπορεί να διευκολύνει ή να δυσχεράνει ορισμένες ενέργειες μέσα στο παιχνίδι, κάτι που είναι και σε άμεση συνάρτηση με την κάρτα γραφικών μας και την γενικότερη εικόνα και ταχύτητα του υπολογιστή μας. Σε έναν υπερμοντέρνο υπολογιστή με γρήγορο επεξεργαστή και δυνατή κάρτα γραφικών, μπορούμε να ανεβάσουμε κατά πολύ τα FPS, ενώ σε ένα μηχάνημα περιορισμένων δυνατοτήτων κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό τις περισσότερες φορές, καθώς μπορεί ακόμα και να επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημιά στον υπολογιστή μας. 

Θεωρητικά μιλώντας, τα FPS είναι ένα πολύ καλό και θετικό στοιχείο, ωστόσο στην πρακτική καθημερινότητα της εποχής μας έχουν πάρει διαστάσεις μάστιγας. Έχω αρχίσει και πιστεύω ότι έχει ανεπισήμως θεσπιστεί μια Αστυνομία FPS που ενεδρεύει στα κανάλια του YouTube ελέγχοντας εξονυχιστικά την ποιότητα των videos για να διαπιστώσει αν έχουν δημιουργηθεί με τα κατάλληλα FPS. Στην εποχή μας, τα 60 FPS είναι οριακά αποδεκτά (πριν από μερικά χρόνια ήταν ο απόλυτος άρχοντας), ενώ κινδυνεύουν σιγά σιγά κι αυτά να τοποθετηθούν στο χρονοντούλαπο της τεχνολογίας μαζί με τα κατάπτυστα 30 FPS, καθώς τα 120 FPS καλπάζουν δυναμικά προς την κορυφή. Εννοείται πως η Αστυνομία FPS δεν αποτελείται από κομπιουτεράδες, gamers ή άλλης σχετικής κατηγορίας βετεράνους χρήστες των PC, αλλά από άτομα μικρών ηλικιακών ομάδων τα οποία προφανώς ανακάλυψαν τον τροχό, δηλαδή τους υπερεξελιγμένους υπολογιστές της εποχής μας με τις άπειρες δυνατότητες, αγνοώντας φυσικά ότι για να φτάσουν τα μηχανήματα αυτά στο σημερινό σημείο εξέλιξης, έχουν ξεκινήσει χρόνια πριν με λιγοστά μέσα και επιλογές κι έχουν περάσει από πάρα πολλά στάδια προόδου. Κάποτε τα 30 FPS ήταν το επιστέγασμα της ταχύτητας, όπως αντίστοιχα, για παράδειγμα, οι πρώτες (και πλέον παρωχημένες) ταχύτητες της ADSL είχαν θεωρηθεί διαστημικές σε σχέση με τις μέχρι τότε σαλιγκαροταχύτητες της ιστορικής dial-up. 

Σε αντίθεση, ωστόσο, με τις ταχύτητες του διαδικτύου, οι οποίες εξελίχθηκαν συγκεντρωτικά για όλο τον κόσμο και σιγά σιγά αντικατέστησαν τα παλιά συστήματα σύνδεσης, θέματα γραφιστικά όπως τα FPS δεν αφορούν όλους τους χρήστες συνολικά. Κι αυτό γιατί ανάλογα με τη χρήση που κάνει κανείς, το μηχάνημά του είναι και ανάλογων απαιτήσεων. Αν για παράδειγμα σε ενδιαφέρει να κάνεις σχεδόν αποκλειστικά δουλειά γραφείου, για παράδειγμα, και πού και πού να παίζεις και καμιά πασιέντζα, έχεις τη δυνατότητα να επιλέξεις έναν πολύ απλό υπολογιστή με τις βασικές λειτουργίες. Αν ασχολείσαι με την επεξεργασία εικόνων και βίντεο, θα αναζητήσεις κάτι πιο δυνατό και γρήγορο. Αν παίζεις video games που δεν έχουν πολλές απαιτήσεις, μπορείς να χειρίζεσαι ένα μηχάνημα με απλό hardware. Αν τα video games σου είναι πιο "βαριά", θα χρειαστείς έναν υπολογιστή με γρήγορο επεξεργαστή, εξειδικευμένη κάρτα γραφικών και μεγάλη μνήμη για να μην κινδυνεύει να τα φτύσει κάθε τρις και λίγο. Μέσα σ' όλα αυτά, μπαίνει και ο παράγοντας "budget", με άλλα λόγια κατά πόσο κανείς μπορεί ή θέλει να επενδύσει σε έναν πανάκριβο υπολογιστή - τέρας, πόσω μάλλον που τα περισσότερα σύγχρονα video games, όσο απαιτητικά κι αν είναι, "τρέχουν" αξιοπρεπώς ακόμα και σε μηχανήματα με τις ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές. 

Από κει και πέρα, παίζει ρόλο και το τι εξυπηρετεί τον χρήστη, για παράδειγμα μπορεί το μηχάνημά σου να είναι σε θέση να χειριστεί τα 120 FPS, αλλά αυτό να μην βολεύει τον τρόπο που παίζεις ή να έχει σαν αποτέλεσμα να υπερφορτώνεται το κάδρο σου πολύ γρήγορα και να κολλάει το παιχνίδι. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, χρειάζεται να παίξεις με τις ρυθμίσεις του παιχνιδιού για να δεις τι σου ταιριάζει. Εγώ, ας πούμε, σχεδόν πάντα απενεργοποιώ το Vertical Sync γιατί με ζαλίζει. Και προτιμώ να μην υπάρχει Depth of Field γιατί μου αρέσει να βλέπω όλες τις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος και όχι μόνο ό,τι έχει focus. Αντίστοιχα κάποιες φορές το χαμηλότερο FPS κάνει κάποιες μάχες δυσκολότερες, άλλοτε πάλι τις διευκολύνει. Οπότε τα πράγματα σχετικά με τις επιλογές του γραφικού περιβάλλοντος και πιο συγκεκριμένα με τα FPS είναι υπερβολικά ρευστά και δεν μπορεί ποτέ κανείς να πει με απολυτότητα ότι τα 60 FPS είναι τα ιδανικά. Κοντολογίς, τα σχόλια που αφορούν τις ατυχείς, σύμφωνα με τους σχολιαστές, επιλογές των frames per second που έχουμε στα videos μας εντάσσονται στην κατηγορία απαντήσεων "είχες και στο χωριό σου FPS;"

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Το Φαινόμενο


Είναι εκείνη η ώρα της ημέρας που από απόγευμα πάει να γίνει βράδυ, τότε που ο ουρανός παίρνει αυτό το μουντό χρυσαφί χρώμα που μοιάζει και δε μοιάζει με χάραμα, και είναι σαν να μπλέκονται οι ώρες και να μην μπορεί να ξεχωρίσει η μέρα από τη νύχτα. Το ένα λεπτό λες ότι θα βραδιάσει, το άλλο σου φαίνεται ότι ξημερώνει. Τα φώτα του δρόμου αρχίζουν ν’ ανάβουν και το θαμπό τους φως παίρνει μια αλλόκοτη λάμψη, καθώς στην ουσία δε φωτίζει τίποτα, αφού δεν έχει σκοτεινιάσει καλά καλά ακόμα.

Η Έλσα πάντα αποκαλούσε αυτή την ώρα ‘το φαινόμενο’, επειδή δε μπορούσε να εξηγήσει γιατί συνέβαινε – και κυρίως γιατί δεν το παρατηρούσε κάθε μέρα. Αλλά το είχε εντοπίσει αρκετές φορές στη ζωή της ώστε να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή του, αν και δεν είχε καταφέρει ακόμα να ανακαλύψει αν η εμφάνισή του ακολουθούσε κάποιες συγκεκριμένες συγκυρίες. Ωστόσο κάθε φορά που το αντιλαμβανόταν, είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν τυχαίο, και ότι παράλληλα μ’ αυτό, κάτι άλλο συνέβαινε, κάτι που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να γίνει αντιληπτό.

Το φαινόμενο είχε πάρα πολύ καιρό να συμβεί όταν ένα απόγευμα που η Έλσα έφευγε από το Πανεπιστήμιο, έτυχε να βρεθεί μόνη της στο τέρμα των λεωφορείων. Ή μάλλον, σχεδόν μόνη της, γιατί στην αριστερή άκρη του ανοιχτού δρόμου μπροστά από τη στάση, στεκόταν ένας άνθρωπος με γυρισμένη την πλάτη και κοιτούσε προφανώς κάπου απέναντί του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ακίνητος, λες και είχε κοκαλώσει στη θέση όπου στεκόταν, και το πάνω μέρος του σώματός του είχε μια ελαφριά κλίση προς τα δεξιά, λες και προσπαθούσε να διακρίνει, σε μεγάλη απόσταση, κάτι που δε βρισκόταν στην ευθεία των ματιών του. Η Έλσα παραξενεύτηκε βλέποντάς τον, ωστόσο πριν το μυαλό της προλάβει ν’ ασχοληθεί περισσότερο μαζί του, το βλέμμα της στράφηκε στον ουρανό.

Η ανεπαίσθητη ομίχλη και το κοκκινόχρυσο χρώμα της ατμόσφαιρας έδειχναν καθαρά πως συνέβαινε το φαινόμενο. Σαν προγραμματισμένα γι’ αυτό, τα φώτα του δρόμου άναψαν στη στιγμή, αλλά τα περισσότερα έσβησαν απότομα ύστερα από ελάχιστα δευτερόλεπτα. Έμεινε αναμμένο μόνο ένα ισχνό και καχεκτικό, ακριβώς πάνω από τον άνθρωπο που στεκόταν ακίνητος απέναντι από την Έλσα και που, παρεμπιπτόντως, δεν φαινόταν να συγκινείται καθόλου από το φαινόμενο. Κάτι που σήμαινε πως είτε το είχε δει πολλές φορές και δεν του έκανε πια εντύπωση, ή δεν είχε προσέξει ποτέ ότι συνέβαινε, ή ήξερε πού οφειλόταν η εμφάνισή του.

Η ώρα περνούσε και κανένα λεωφορείο δε φαινόταν από τη στροφή. Η Έλσα κοίταξε το ρολόι της, για να διαπιστώσει ότι οι δείκτες του κινούνταν με ασυνήθιστη ταχύτητα, ο ένας προς τα δεξιά κι ο άλλος προς τα αριστερά, και όταν έφταναν σ’ ένα σημείο όπου συναντιόνταν, σταματούσαν για πολύ λίγο και στη συνέχεια κινούνταν πάλι με τον ίδιο παράλογο τρόπο. Η Έλσα τράβηξε το κουρντιστήρι, αλλά οι δείκτες δεν φάνηκαν να επηρεάζονται καθόλου απ’ αυτό. Ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς της να επιταχύνονται, και κοίταξε με αγωνία προς τη στροφή, για να δει αν επιτέλους εμφανιζόταν κάποιο λεωφορείο.

Εξακολουθούσε όμως να επικρατεί η ίδια αφόρητη ησυχία, δεν ακουγόταν τίποτα απολύτως, ούτε καν οι ήχοι από την κοντινή λεωφόρο ή έστω μια φωνή, μια κόρνα, ένα γάβγισμα. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να νυχτώνει, αν και ακόμα το ελάχιστο φως της μέρας ήταν αρκετό ώστε να είναι ευδιάκριτα τα πάντα τριγύρω. Η Έλσα γύρισε από ένστικτο προς το μέρος του ανθρώπου που στεκόταν στην αριστερή πλευρά, νιώθοντας την ανάγκη να μην παραμείνει εντελώς μόνη. Άρχισε να περπατάει προς το μέρος του, συνειδητοποιώντας καθώς τον πλησίαζε ότι αυτός δεν είχε αλλάξει στάση. Κοντοστάθηκε μερικά βήματα πίσω του, ξερόβηξε σιγανά και είπε διστακτικά:

«Με συγχωρείτε… κύριε…»

Καθώς δεν πήρε απάντηση, κι ενώ ένα μέρος του μυαλού της τής έλεγε να γυρίσει πίσω, συνέχισε να περπατάει, ώσπου βρέθηκε να τη χωρίζει από τον άνθρωπο μόλις ένα βήμα. Άπλωσε το χέρι της, τον ακούμπησε στον ώμο – ίσα που τον ακούμπησε, και τότε το πάνω μέρος του σώματός του έγειρε λίγο ακόμα προς τα δεξιά, λες και το βάρος του χεριού της τού ήταν ασήκωτο. Η Έλσα τράβηξε το χέρι της τρομαγμένη κι έκανε ένα βήμα πίσω, καθώς ο άνθρωπος άρχισε να γυρίζει αργά προς το μέρος της.

Ήταν ντυμένος με ρούχα που κάποτε θα ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, αλλά τώρα ήταν φθαρμένα σε πολλά σημεία και γεμάτα σκόνη και χώματα. Τα χέρια του ήταν τρομακτικά -  ζαρωμένα και γεμάτα ξεραμένες πληγές, με νύχια μακριά και μαυριδερά, αλλά αυτό που ήταν πραγματικά φρικτό ήταν το πρόσωπό του: λες και είχε φύγει η μισή σάρκα από πάνω του, ίσα που δε φαίνονταν τα κόκαλα του κρανίου του. Τα μάτια του ήταν άσπρα, σαν γυάλινα. Μερικές θλιβερές τρίχες πετάγονταν από το πάνω μέρος του κεφαλιού του, και από το στόμα του, που δεν έμοιαζε πια με στόμα αλλά ήταν λες και είχε κοπεί ένα κομμάτι από το πρόσωπό του και είχε μείνει ένα ακανόνιστο κενό σ’ εκείνο το σημείο, έβγαινε ένας ήχος σιγανός αλλά ανατριχιαστικός, σαν τη φωνή που μας ξεφεύγει όταν βλέπουμε βραχνά και προσπαθούμε να ξυπνήσουμε αλλά δεν μπορούμε. Ένας ήχος στριγγός, βραχνός και διαπεραστικός, χωρίς ωστόσο καμία έκφραση ή αίσθηση.

Η Έλσα έβγαλε μια κοφτή κραυγή χωρίς να το θέλει, έκανε μερικά βήματα πίσω, και αμέσως έκανε μεταβολή κι άρχισε να τρέχει προς τη στροφή. Πίσω της άκουγε βήματα – ήταν σίγουρη πως άκουγε βήματα, όμως πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος – αυτό το πλάσμα, μάλλον – να τρέχει, αφού δε μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Αυτή η λογική σκέψη επικράτησε μέσα στον πανικό της, και κοντοστάθηκε για να γυρίσει να κοιτάξει.

Και το είδε αυτό το πλάσμα να κατευθύνεται προς το μέρος της, μπορεί να μην έτρεχε, ωστόσο έσερνε γρήγορα τα σχεδόν μηχανικά του βήματα που το οδηγούσαν αλάνθαστα προς το μέρος της.

«Τι θα κάνω;» μουρμούρισε, «τι θα κάνω;»

Της ερχόταν να ξεσπάσει σε κλάματα, όμως ήξερε πως δεν ήταν λύση. Κι επιπλέον, θα τραβούσε ακόμα περισσότερο την προσοχή του πλάσματος, κάτι που φυσικά ήταν το τελευταίο που ήθελε εκείνη τη στιγμή. Άρχισε πάλι να τρέχει, πέρασε τη στροφή και συνέχισε στην κατηφόρα. Αυτός ο δρόμος που κάθε μέρα ήταν γεμάτος κόσμο και αυτοκίνητα, τώρα ήταν άδειος και μισοσκότεινος – γιατί στο μεταξύ είχε σχεδόν νυχτώσει. Κάθε μερικά βήματα, σταματούσε και κοίταζε πίσω της – άλλοτε διέκρινε το πλάσμα σε μια απόσταση, άλλοτε άκουγε τα βήματά του τόσο κοντά της, που λες και έτσι να άπλωνε το χέρι της, θα το ακουμπούσε. Σε κάποια στιγμή την πλησίασε τόσο πολύ, που ένιωσε το παγωμένο χέρι του στον ώμο της.

«Μα πού χάθηκαν όλοι;» ψιθύριζε λαχανιασμένη στον εαυτό της, «πού εξαφανίστηκαν όλοι;»

Τα σπίτια όλα ήταν σκοτεινά, άλλα με κλεισμένα τα ρολά και τα παντζούρια, και άλλα με σβηστά τα φώτα. Όσο έβλεπε το μάτι της, δε διέκρινε ούτε ένα φως, ούτε μια φιγούρα που θα μπορούσε να είναι ανθρώπινη. Σε λίγο δε μπορούσε να τρέξει περισσότερο – έπρεπε να πάρει μια ανάσα. Συνέχισε ωστόσο να περπατάει με γρήγορο ρυθμό, ώσπου σε κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι τα μόνα βήματα που ακούγονταν πια ήταν τα δικά της. Σταμάτησε και κοίταξε πίσω – ήταν βέβαια σκοτεινά, αλλά όχι τόσο ώστε να μην διακρίνεται τίποτα. Αφουγκράστηκε την ησυχία, και όντως δεν ακουγόταν τίποτα απολύτως. Κοίταξε ωστόσο γύρω της πολλές φορές, γιατί αυτά τα πλάσματα δεν το έχουν σε τίποτα να πεταχτούν ξαφνικά από κει που δεν το περιμένεις. Δεν εμφανίστηκε όμως κανείς, ούτε ακούστηκε τίποτα που θα πρόδιδε κάποια ανεπιθύμητη παρουσία.

Και τότε, από το πουθενά, ένα φως άναψε σε κάποιο σπίτι. Μετά ένα άλλο. Άναψαν και τα περισσότερα φώτα του δρόμου, κι ακούστηκε από κάπου μακριά η μηχανή ενός αυτοκινήτου που ξεκινούσε. Οι δείκτες του ρολογιού της κινούνταν πάλι φυσιολογικά. Μπροστά στα πόδια της άστραψαν δύο μικροσκοπικά φωτάκια, σαν μικροί προβολείς, η κολώνα της ΔΕΗ πίσω της έριξε επιτέλους το φως της και τα φωτάκια πήραν το σχήμα ματιών πάνω στο κεφαλάκι μιας γάτας, η οποία νιαούρισε ερωτηματικά κοιτάζοντας την Έλσα.

Το πλάσμα είχε εξαφανιστεί. Λες και το είχε καταπιεί η γη. Ο δρόμος άρχισε να γεμίζει από περαστικούς, οι οποίοι περπατούσαν αμέριμνοι, χωρίς κανένα δείγμα στη συμπεριφορά τους ότι είχαν δει νωρίτερα το πλάσμα. Η Έλσα δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να το ψάξει το θέμα περισσότερο ή να το ξεχάσει. Δεν ήταν καν σίγουρη ότι όντως της είχε συμβεί και δεν το είχε φανταστεί. Άρχισε να περπατάει κανονικά, κοιτώντας στην αρχή με αγωνία πίσω της, αλλά βλέποντας ότι όλα ήταν ήρεμα και ότι το τοπίο γύρω της ήταν απόλυτα φυσιολογικό, άρχισε να ηρεμεί και να πείθει όλο και περισσότερο τον εαυτό της ότι όλα ήταν αποκύημα της φαντασίας της, λόγω της περίεργης αίσθησης που της δημιουργούσε εδώ και χρόνια το φαινόμενο, και επειδή ήταν η πρώτη φορά που είχε βρεθεί στο τέρμα των λεωφορείων εντελώς μόνη της τέτοια ώρα.

Έφτασε στον κεντρικό δρόμο και πήγε ως τη στάση για να πάρει ένα λεωφορείο που θα την κατέβαζε στο κέντρο. Το λεωφορείο ήρθε σε λίγα λεπτά, και η Έλσα μπήκε μέσα και πλησίασε τη μοναδική άδεια θέση, δίπλα σε μια κοπέλα που φαινόταν ελάχιστα μεγαλύτερή της, και ήταν απ’ αυτούς τους τύπους που σε περιεργάζονται απροκάλυπτα, σαν τα λαγωνικά.

Η Έλσα της έριξε ένα πλάγιο βλέμμα, ελπίζοντας πως της έδινε έτσι να καταλάβει ότι είχε ενοχληθεί από την αδιακρισία της. Εκείνη ωστόσο δε φάνηκε να πτοείται και μόλις η Έλσα κάθισε δίπλα της, της είπε με μια επεικώς κακόηχη φωνή που ψεύδιζε ελαφρά:

«Από την Πανεπιστημιούπολη έρχεσαι;»

Η Έλσα έγνεψε ένα κοφτά ναι, και η άλλη άρχισε να χαχανίζει.

«Χε χε, τα ζόμπι!»

Η Έλσα ανατρίχιασε ακούγοντας αυτή τη λέξη και γύρισε και την κοίταξε έντρομη.

«Τα ζό – ζόμπι;» ρώτησε.

«Ναι, έτσι δε σας λένε εσάς; Επειδή είστε δίπλα στο νεκροταφείο.»

«Α, γι’ αυτό λες», είπε η Έλσα σχεδόν ψιθυριστά με μια ανάσα ανακούφισης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το άκουγε αυτό, ήταν ένα ‘αστείο’ – μάλλον κακόγουστο της φαινόταν τώρα – που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους φοιτητές, κυρίως των άλλων σχολών που δεν βρίσκονταν σε ανάλογη ‘προνομιακή’ θέση.

«Χε χε», συνέχισε η άλλη, ενώ εξακολουθούσε να κοιτάζει την Έλσα επίμονα. «Τι χώματα είναι αυτά που έχεις εκεί;»

Κι έδειξε με το σαγόνι της τον ώμο της Έλσας.

Τα χώματα… Το πλάσμα… Το πλάσμα ήταν γεμάτο χώματα… Την είχε ακουμπήσει στον ώμο. Όντως την είχε ακουμπήσει στον ώμο. Εκείνη τη στιγμή που την είχε πλησιάσει τόσο πολύ, όντως την είχε ακουμπήσει. Επομένως δεν ήταν όλα αυτά αποκύημα της φαντασίας της. Είχαν στ’ αλήθεια συμβεί. Και το πλάσμα δεν είχε εξαφανιστεί. Κάπου είχε κρυφτεί και παραφύλαγε. Παραφύλαγε μέχρι να εμφανιστεί πάλι το φαινόμενο. Γιατί ήταν ολοφάνερο ότι είχε έρθει μαζί με το φαινόμενο.

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

The Lost Boys (Joel Schumacher, 1987)


Δεν είναι τυχαίο ότι μερικές ταινίες περνάνε στη σφαίρα του cult και θεωρούνται ανεπανάληπτες όχι μόνο στο είδος τους αλλά και στον κόσμο του κινηματογράφου συνολικά και της ευρύτερης μυθοπλασίας γενικότερα. Το "The Lost Boys" του Τζόελ Σουμάχερ είναι μία από αυτές, γυρισμένη προς τα τέλη της επικής δεκαετίας του '80, αποτελούμενη από μια καταιγιστική σειρά σκηνών όπου τίποτα δεν περισσεύει και όπου, παρά την απόλυτη "αναρχία" που τη χαρακτηρίζει, τόσο θεματολογικά όσο και καλλιτεχνικά, όλοι και όλα εξυπηρετούν έναν κομβικό σεναριακό σκοπό. 


Από την αξέχαστη έναρξη με τα "χαμένα παιδιά" να βολτάρουν στο καρουζέλ, την εισαγωγή στο "κυρίως θέμα" με την απόλυτα συντονισμένη εκτέλεση του "People are strange" από τους Echo & The Bunnymen στο background και τις έντονες χρωματικές αντιθέσεις παρά το "σκοτεινό" της θέμα μέχρι το χαμένο στα έγκατα της γης παλιό ξενοδοχείο και την τελική αναμέτρηση με τον αναπάντεχο εκπρόσωπο του απόλυτου κακού, το "The Lost Boys" δεν είναι απλώς μια ταινία με θέμα τα βαμπίρ στις πόλεις, ούτε απλώς ένα μεταφυσικό θρίλερ, ούτε απλώς ένα εξωφρενικά διασκεδαστικό κυνήγι βρικολάκων, αλλά ούτε και απλώς μια αλληγορία για τις λιγότερο στερεοτυπικές ανθρώπινες σχέσεις και την δυσκολία ένταξης και αποδοχής στις κοινωνίες. 


Είναι όλα αυτά και πολλά περισσότερα, και είναι όλα αυτά τα στοιχεία και κυρίως η διεκπεραίωσή τους συνεπικουρούμενη και από το εκπληκτικό καστ αλλά και τις σεναριακές και σκηνοθετικές λεπτομέρειες που μπορεί να φαίνονται απλές αλλά επιδέχονται άπειρων ερμηνειών σε πάρα πολλά επίπεδα, που έχουν συντελέσει στο να είναι η συγκεκριμένη ταινία μία από τις πιο εμβληματικές του παγκόσμιου κινηματογράφου.





Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

Μαζεύοντας μήλα (Christina Rossetti)

Ροζ ανθάκια μάζεψα από τη μηλιά μου
Το σούρουπο τα φόρεσα όλα στα μαλλιά μου
Κι όταν πήγα για να δω στη συγκομιδή
Μήλο ούτε για δείγμα δεν βρήκα εκεί.


μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη (Nerin Bloom)
art: Jon Whitcomb

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

Τα 175 σκαλοπάτια και το φάντασμα της αιθαλομίχλης


Επισκέφθηκα πρόσφατα για πρώτη φορά το Λονδίνο, σ' ένα ταξίδι που ήθελα από χρόνια να κάνω και φέτος ήρθε η κατάλληλη συγκυρία, πρακτική και συναισθηματική, για να το πραγματοποιήσω. Δεν θα αναλύσω σ' αυτό το άρθρο πόσο πολύ αγάπησα αυτή την πόλη, την οποία για κάποιον μυστήριο λόγο πάντα ένιωθα πολύ οικεία και όντως με το που βρέθηκα εκεί, ήταν λες και τα περισσότερα μέρη της ήταν ήδη γνώριμα με κάποιον τρόπο - με μοναδική ίσως εξαίρεση τον... προσανατολισμό, καθώς επειδή τα αγγλικά οχήματα έχουν το τιμόνι στη δεξιά πλευρά, οι δρόμοι και οι κατευθύνσεις πάνε πάντα ανάποδα. Το θέμα στο οποίο θα επικεντρωθώ στο συγκεκριμένο post έχει να κάνει με ένα οριακά κωμικό επεισόδιο που μου συνέβη μία από τις μέρες που ήμουν στο Λονδίνο, και το οποίο συνδέεται έμμεσα αλλά όχι τυχαία με ένα ιστορικό στοιχείο της μαγευτικής αυτής πόλης.


Αξίζει ωστόσο, νομίζω, τον κόπο να αναφέρω εν συντομία, γιατί έχει σχέση, ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Λονδίνου, το οποίο παρατήρησα σχεδόν από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα εκεί. Μέρος της ομορφιάς και της τόσο ιδιαίτερης γοητείας της πόλης οφείλεται στο γεγονός ότι το παλιό και κλασικό συνυπάρχει με το σύγχρονο και μοντέρνο μέσα σε μια απόλυτη αρμονία. Τα μεταγενέστερα κτίρια κατασκευάστηκαν χωρίς να καταστραφούν τα παλιότερα, με σεβασμό στην ιστορία και την αρχιτεκτονική των περασμένων αιώνων. Εξαιτίας αυτού, ή χάρις σ' αυτό, η ιστορία και η αρχιτεκτονική του Λονδίνου αποτελούν ένα ξεχωριστό κομμάτι με δική του ζωή, οριακά ένα ξεχωριστό σύμπαν, που υφίσταται ερήμην της σύγχρονης ζωής, επιβλέποντάς την με έναν περίπλοκο και μαγικό τρόπο. Στα βικτωριανά κτίσματα, στις σκεπές, στους ανεμοδείκτες, στα στενά σοκάκια, στις γραφικές γωνιακές παμπ με τους ανθοστολισμούς, στις γοτθικές εκκλησίες, παντού βλέπεις ανεξίτηλες σφραγίδες του παρελθόντος που παραμένουν εκεί σαν σταθερές ανεπηρέαστες από τους ολοένα μεταλασσόμενους ρυθμούς της καθημερινότητας. 

Κάπως έτσι, και το ιστορικό δίκτυο των υπόγειων σιδηροδρόμων έχει καταφέρει να διατηρήσει σχεδόν αυτούσια την ταυτότητά του παρά τις όποιες εξελίξεις στους μεταγενέστερους σταθμούς και τις γραμμές που οδηγούν σ' αυτό. Όπως συμβαίνει και στο δικό μας - σαφώς μικρότερο αλλά εξίσου ενδιαφέρον - δίκτυο, έτσι κι εκεί, συναντάει κανείς και τους πιο σύγχρονους σταθμούς με τις κυλιόμενες σκάλες και τον αυτοματισμό, αλλά και τους παλιούς, καλούς, γραφικούς σταθμούς με τις βίντατζ πλέον πινακίδες και τις ελαφρώς αρχαίες εγκαταστάσεις. Εκεί κάτω, στα έγκατα του προαιώνιου υπόγειου σιδηροδρομικού δικτύου, παρατηρείται μια άκρως γοητευτική και οριακά ανατριχιαστική σύμπτυξη των εποχών, με τους ηλεκτρονικούς πίνακες ανακοινώσεων και τις μοντέρνες διαφημιστικές αφίσες να συνυπάρχουν με τις κλειστοφοβικές αποβάθρες των αρχών του περασμένου αιώνα και τις κυκλικές σκάλες που οδηγούν στην επιφάνεια. Σ' αυτές τις στενές αποβάθρες κυριαρχεί μια έντονη, παράξενη μυρωδιά που δεν είναι ούτε μπόχα, ούτε καυσαέριο, ούτε κλεισούρα. Μπορεί να εμπεριέχει και λίγο από όλα αυτά, ωστόσο στην ουσία της δεν είναι τίποτα από αυτά. Μου ήταν αδύνατον να την προσδιορίσω, ωστόσο ήταν μια μυρωδιά που παρέμενε στην οσφρητική μου μνήμη ακόμα κι όταν έβγαινα από τα έγκατα του υπογείου.

Μία από τις πλέον διαβόητες γραμμές του υπόγειου δικτύου είναι αυτή του Πικαντίλι, ιστορική γραμμή που κινείται τόσο υπόγεια όσο δεν πάει άλλο και συχνά - πυκνά αποκαλείται από τους ντόπιους "καθαρτήριο". Είναι κάτι ανάλογο με τον δικό μας παλιό ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, αλλά σε πολύ πιο hardcore εκδοχή, μιας και δεν διαθέτει κλιματισμό και τα τρένα της είναι τόσο παλιά που όσο κι αν καθαριστούν, δεν φαίνονται ποτέ εντελώς καθαρά. Οριακά μπορείς να δεις τα φαντάσματα του παρελθόντος να στρογγυλοκάθονται στα καθίσματα. Οπότε καταλαβαίνει κανείς γιατί η συγκεκριμένη γραμμή ονομάζεται "καθαρτήριο". Ένας από τους κεντρικούς σταθμούς της είναι στην περιοχή Russell Square, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1906. Και προφανώς δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε όσον αφορά τη λειτουργία του, καθώς δεν διαθέτει κυλιόμενες σκάλες για τα ανώτερα επίπεδα. Αυτό βέβαια είναι κάτι που συμβαίνει και σε άλλους σταθμούς ανάλογης παλαιότητας, αλλά εγώ είχα την "τύχη" να το μάθω στον συγκεκριμένο, που απ' ό,τι κατάλαβα αργότερα, είναι ιδιαίτερα σεσημασμένος. 

Βγαίνοντας από το τρένο - αρχαιολογικό εύρημα στην μικροσκοπική αποβάθρα, ακολούθησα το πλήθος και τις πινακίδες που έδειχναν τον δρόμο. Οι στενοί διάδρομοι οδηγούσαν σε ένα ακόμα πιο μικροσκοπικό χολ όπου ένα τσούρμο κόσμου περίμενε τα ασανσέρ, ενώ δίπλα ακριβώς η κυκλική σκάλα κάγχαζε, προκλητικά έρημη και άδεια. Μα γιατί περιμένουν όλοι το ασανσέρ και δεν πηγαίνει κανένας από τη σκάλα, ήταν λογικό να αναρωτηθώ, έχοντας κυρίως υπ' όψιν μου τα ασανσέρ στους δικούς μας σταθμούς του μετρό που είναι λίγο μεγαλύτερα από αυτά των πολυκατοικιών. Ενώ ακόμα είχα την αναρώτηση στο μυαλό μου, είδα δυο-τρεις συνεπιβάτες μου να ξεκινούν το ανέβασμα από τις σκάλες, κάτι που μου έδωσε το κίνητρο που χρειαζόμουν για να κάνω κι εγώ το ίδιο.

Παίζει να ήταν αυτό ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ζωής μου. Γιατί αφενός δεν ήξερα ότι τα ασανσέρ στους σταθμούς του Λονδίνου χωράνε γύρω στα είκοσι άτομα, άρα δε θα μου κόστιζε τίποτα να περιμένω κάτω με το τσούρμο, αφετέρου δεν είχα καν προσέξει την προειδοποιητική πινακίδα στη βάση της σκάλας που ενημέρωνε λεπτομερώς για το πόσα ακριβώς σκαλοπάτια διέθετε η συγκεκριμένη ανάβαση - 175, παρακαλώ! - και προέτρεπε ευγενικά να προτιμήσουμε τα ασανσέρ. Στο δεύτερο κράσπεδο, σταμάτησα για να ανακτήσω δυνάμεις. Στο τρίτο κράσπεδο, έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και κάθισα στα σκαλιά, οριακά χωρίς σφυγμό. 

Σταμάτησα να μετράω τα κράσπεδα και σε μια επόμενη στροφή της σκάλας, συνάντησα έναν καλό κύριο με μια κάμερα ο οποίος κατέβαινε και με χαιρέτησε με ένα χαμόγελο γεμάτο κατανόηση και διασκέδαση, καθώς προφανώς ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο στους ντόπιους το θέαμα απροετοίμαστων επισκεπτών που ανέβαιναν ασθμαίνοντας τα σκαλιά στην Russell Square. Τον ρώτησα με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει αν είχε πολύ ακόμα, και με πληροφόρησε, αφού με ρώτησε κι εκείνος αν ήταν η πρώτη μου φορά εκεί, ότι λίγο ακόμα και θα έβγαινα στον σταθμό μετεπιβίβασης για Victoria. 

Κάπου εκεί αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μου, καθώς άρχισε να έρχεται αέρας από πάνω, και ν' ακούγονται ομιλίες και φωνές. Αναδύθηκα στην επιφάνεια βλέποντας μαύρες γραμμές μπροστά μου και στάθηκα να ξαποστάσω κοντα στα ακυρωτικά μηχανήματα. Βγαίνοντας έξω στον δρόμο, αντίκρισα την πλατεία, που ήταν γεμάτη καφετέριες, γιατί προφανώς εδώ και χρόνια θα σέρνονταν ταξιδιώτες ημιλυπόθυμοι ή και ημιθανείς από τα έγκατα του σταθμού της Russell Square, οπότε η τοπική αυτοδιοίκηση είχε φροντίσει να υπάρχουν άμεσα τρόποι ανάκτησης χαμένων αναπνοών και δυνάμεων.

Μετά από ένα μικρό διάλειμμα κατά το οποίο όντως ανάκτησα κι εγώ τις χαμένες μου δυνάμεις, κατευθύνθηκα προς τον προορισμό μου, που ήταν το μουσείο του Charles Dickens, λίγα μέτρα πιο κάτω. Περιττό να πω το πόσο εκπληκτικό είναι το συγκεκριμένο κτίριο, με όλα τα αντικείμενα που είτε ανήκαν στον μέγιστο αυτόν πεζογράφο είτε προέρχονταν από την ευρύτερη βικτωριανή περίοδο που ήταν και ο χώρος / χρόνος δράσης του. Ένα από τα πράγματα που μου έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν δύο μπουκαλάκια στη σοφίτα, όπου μπορούσε κανείς να μυρίσει την αιθαλομίχλη, το περιβόητο smog, που κυριολεκτικά κάλυπτε την ατμόσφαιρα του Λονδίνου την εποχή του Dickens, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα.


Καθώς μύριζα την ιστορική, ανθυγιεινή αιθαλομίχλη, η οσφρητική μου μνήμη θυμήθηκε την αδιευκρίνιστη μυρωδιά του υπόγειου σιδηροδρομικού δικτύου. Και, ναι, ήταν η ίδια. Αν και η ατμόσφαιρα της πόλης έχει πλέον καθαρίσει εδώ και καιρό και το Λονδίνο έχει απαλλαγεί από την αιθαλομίχλη, η μυρωδιά της, η μυρωδιά του smog από τόσα χρόνια πριν, έχει παραμείνει εγκλωβισμένη στα έγκατα της πόλης και μυρίζει ακόμα στις αποβάθρες και τις δολοφονικές κυκλικές σκάλες του Underground.

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Λάδι από Σκύλο (Ambrose Bierce)

Ονομάζομαι Μπόφερ Μπινγκς. Οι γονείς μου ήταν τίμιοι άνθρωποι, ταπεινής καταγωγής, καθώς ο πατέρας μου ήταν παραγωγός λαδιού από σκύλους και η μητέρα μου διατηρούσε ένα μικρό εργαστήριο κάτω από τη μύτη της εκκλησίας του χωριού όπου ξεπάστρευε τα ανεπιθύμητα μωρά. Στα παιδικά μου χρόνια, εκπαιδεύτηκα και για τις δύο δραστηριότητες: όχι μόνο βοηθούσα τον πατέρα μου να προμηθεύεται σκυλιά για τα καζάνια του, αλλά συχνά πυκνά με αγγάρευε και η μητέρα μου για να ξεφορτώνομαι τα απομεινάρια της δουλειάς της στο εργαστήριο. Κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων, πολλές φορές χρειαζόταν να επιστρατεύσω όλη την εφευρετικότητα και την εξυπνάδα μου, γιατί η τοπική αστυνομία δεν έβλεπε με καλό μάτι την δραστηριότητα της μητέρας μου. Όχι πως της έκαναν και καμιά τρομερή αντιπολίτευση, ούτε και είχε πάρει το θέμα πολιτικές διαστάσεις, απλά αυτό συνέβαινε. Εννοείται πως η παραγωγή λαδιού από σκύλους του πατέρα μου ήταν πιο αποδεκτή, αν και οι ιδιοκτήτες των σκυλιών που εξαφανίζονταν καμιά φορά τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία, κάτι που, ως έναν βαθμό, είχε αντίκτυπο και σε μένα. Ο πατέρας μου είχε μυστικούς συνεργάτες του όλους τους γιατρούς της πόλης, οι οποίοι σπάνια έδιναν συνταγές που δεν περιείχαν αυτό που τους άρεσε να ονομάζουν συνθηματικά «Λα. Σκ.» Πρόκειται στ’ αλήθεια για το πιο πολύτιμο φάρμακο που έχει ανακαλυφθεί ποτέ. Ωστόσο οι περισσότεροι άνθρωποι αρνούνται να κάνουν προσωπικές θυσίες για τους βασανισμένους, και ήταν λογικό ότι πολλά από τα πιο καλοθρεμμένα σκυλιά της πόλης δεν τα άφηναν να παίζουν μαζί μου – κάτι που πλήγωνε τα νεανικά μου αισθήματα και κάποια στιγμή με έκανε μέχρι και να θέλω να τα παρατήσω όλα και να γίνω πειρατής.

Κοιτώντας πίσω, δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι τύψεις για εκείνες τις μέρες, καθώς, οδηγώντας έμμεσα τους αγαπημένους μου γονείς στον θάνατο, υπέγραψα και μια σειρά από κακοτυχίες που επηρέασαν βαθιά το μέλλον μου.

Ένα απόγευμα, καθώς περνούσα από το ελαιουργείο του πατέρα μου κουβαλώντας το πτώμα ενός έκθετου μωρού από το εργαστήριο της μητέρας μου, πήρε το μάτι μου έναν αστυνομικό ο οποίος παρακολουθούσε τις κινήσεις μου. Από πολύ μικρός είχα μάθει ότι όπως κι αν φαίνονται οι πράξεις ενός αστυνομικού, το κίνητρό τους πάντα είναι σκοτεινό, κι έτσι τον απέφυγα τρυπώνοντας στο ελαιουργείο από μια πλαϊνή πόρτα που έτυχε να είναι μισάνοιχτη. Την κλείδωσα αμέσως κι έμεινα μόνος με το πτωματάκι μου. Ο πατέρας μου είχε αποσυρθεί για να κοιμηθεί. Το μοναδικό φως εκεί μέσα ερχόταν από τον κλίβανο, μια πλούσια, βαθυκόκκινη λάμψη κάτω από ένα καζάνι που έριχνε διαβολικές αντανακλάσεις πάνω στους τοίχους. Μέσα στο καζάνι, το λάδι κόχλαζε ακόμα νωχελικά, σπρώχνοντας πού και πού στην επιφάνεια ένα κομμάτι από σκύλο. Έτσι όπως καθόμουν και περίμενα να απομακρυνθεί ο αστυνομικός, κράτησα το γυμνό κορμάκι του μωρού στην αγκαλιά μου και χάιδεψα τα κοντούλικα, μεταξένια μαλλάκια του. Τι όμορφο που ήταν! Αν και ήμουν πολύ μικρός ακόμα, αγαπούσα πολύ τα παιδιά, και καθώς τώρα κοιτούσα αυτό το αγγελάκι, σχεδόν ευχόμουν βαθιά μέσα στην καρδιά μου να μην ήταν τελικά μοιραίο το μικρό, κόκκινο σημάδι – έργο της καλής μου μητέρας – πάνω στο στέρνο του.

Συνήθως έριχνα τα μωρά στο ποτάμι, το οποίο η φύση μάς είχε σοφά χαρίσει για τον σκοπό αυτό, όμως εκείνο το βράδυ δεν τολμούσα να βγω από το ελαιουργείο, επειδή φοβόμουν μην πέσω πάνω στον αστυνομικό. «Στο κάτω κάτω της γραφής», είπα μέσα μου, «δεν θα κάνει και μεγάλη διαφορά αν το ρίξω στο καζάνι. Ο πατέρας μου δεν θα μπορέσει να καταλάβει ότι τα κοκαλάκια δεν θα ανήκουν σε κουτάβι, και οι λιγοστοί θάνατοι που μπορεί να προκύψουν από τη λήψη ενός λαδιού διαφορετικού από το ασύγκριτο Λα. Σκ. δεν θα έχουν και πολλή σημασία για έναν πληθυσμό που αυξάνεται τόσο ραγδαία.» Για να μην τα πολυλογώ, έκανα το πρώτο βήμα μου στο έγκλημα και προκάλεσα στον εαυτό μου ανείπωτη θλίψη ρίχνοντας το μωρό στο καζάνι.

Την επόμενη μέρα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ο πατέρας μου πληροφόρησε εμένα και τη μητέρα μου, τρίβοντας τα χέρια του με ικανοποίηση, ότι είχε πετύχει την καλύτερη ποιότητα λαδιού που είχε υπάρξει ποτέ. Ότι έτσι είχαν αποφανθεί οι γιατροί στους οποίους είχε δείξει το σχετικό δείγμα. Πρόσθεσε ότι δεν είχε ιδέα πώς προέκυψε αυτό το αποτέλεσμα, αφού είχε μεταχειριστεί τα σκυλιά με τη συνηθισμένη μέθοδο, και μάλιστα δεν ανήκαν και σε καμιά σπουδαία ράτσα. Θεώρησα τότε σωστό να του εξηγήσω τι είχε γίνει – όπως και έκανα, αν και, κρίνοντας από τις συνέπειες, καλύτερα να δάγκωνα τη γλώσσα μου. Σεκλετισμένοι με την άγνοιά τους σχετικά με το πόσο κέρδος θα είχαν αν συνδύαζαν τις επιχειρήσεις τους, οι γονείς μου βάλθηκαν ευθύς αμέσως να διορθώσουν αυτό το λάθος. Η μητέρα μου μετέφερε το εργαστήριό της σε μια πτέρυγα του εργοστασίου, ενώ διεκόπησαν και τα καθήκοντα που μου είχαν ανατεθεί. Δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να ξεφορτώνομαι τα πτώματα των ανεπιθύμητων μικρών, ούτε και να δελεάζω τα σκυλιά οδηγώντας τα στον χαμό τους, αφού ο πατέρας μου δεν τα χρειαζόταν πια, αν και το λάδι εξακολουθούσε τιμητικά να φέρει το όνομά τους. Βρέθηκα λοιπόν ξαφνικά να βαριέμαι τη ζωή μου, και θα ήταν πολύ λογικό να επιδοθώ στη βία και την ακολασία, αλλά στάθηκα στο ύψος μου. Η θρησκευτική επιρροή της μητέρας μου με προστάτευε πάντα από τους πειρασμούς που ταλανίζουν τα νιάτα και ο πατέρας μου ήταν διάκονος στην εκκλησία. Αλίμονο, εξαιτίας μου αυτοί οι αξιότιμοι άνθρωποι είχαν ένα τόσο άδοξο τέλος.

Βλέποντας πως η δουλειά της πλέον απέφερε διπλά κέρδη, η μητέρα μου αφοσιώθηκε στην δραστηριότητά της με επιπλέον ζήλο. Δεν ξεφορτωνόταν μόνο τα ανεπιθύμητα και άχρηστα μωρά που της ανέθεταν, αλλά άρχισε να αλωνίζει στις δρόμους και τα σοκάκια, μαζεύοντας και μεγαλύτερα παιδιά, αλλά ακόμα και μερικούς ενήλικες που κατάφερνε να παρασύρει στο ελαιουργείο. Ο πατέρας μου, πάλι, ερωτευμένος με την υψηλή ποιότητα του λαδιού που παρήγαγε, εφοδίαζε τα καζάνια του με επιμέλεια και προσήλωση. Κοντολογίς, η μετατροπή των γειτόνων τους σε σκυλόλαδο έγινε το πάθος της ζωής τους – μια ολοκληρωτική απληστία κατέλαβε τις ψυχές τους, παραμερίζοντας την ελπίδα τους για μια θέση στον Παράδεισο – ένα πάθος το οποίο τους ενέπνεε κιόλας.

Είχαν γίνει πια τόσο ρηξικέλευθοι που εξαιτίας τους οργανώθηκε δημόσια συζήτηση και πάρθηκαν ιδιαίτερα αυστηρές αποφάσεις εις βάρος τους. Ο πρόεδρος μάλιστα άφησε να εννοηθεί ότι έτσι και εξακολουθούσαν τις επιθέσεις στον πληθυσμό, δεν θα τους αντιμετώπιζαν πια πολιτισμένα. Οι καημένοι οι γονείς μου έφυγαν από τη συγκέντρωση με ραγισμένη καρδιά, μέσα στην απελπισία και όχι ακριβώς στα καλά τους, απ’ ό,τι κατάλαβα. Σε κάθε περίπτωση, θεώρησα συνετό να μην μπω μαζί τους στο ελαιουργείο εκείνο το βράδυ, αλλά να κοιμηθώ έξω, σ’ έναν στάβλο.

Κατά τα μεσάνυχτα, μια μυστηριώδης παρόρμηση μ’ έκανε να πεταχτώ απ’ τον ύπνο μου και να κρυφοκοιτάξω απ’ το παράθυρο πέρα στο δωμάτιο με τον κλίβανο, εκεί όπου ήξερα ότι ο πατέρας μου είχε πέσει να κοιμηθεί. Οι φωτιές έκαιγαν ζωηρά, λες και ήταν αναμενόμενο ότι η σοδειά της επόμενης μέρας θα ήταν πλούσια. Ένα από τα μεγάλα καζάνια σιγόβραζε με μια μυστηριώδη αίσθηση αυτοσυγκράτησης, σαν να περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να δώσει όλη του την κρυμμένη ενέργεια. Ο πατέρας μου δεν ήταν στο κρεβάτι του – είχε σηκωθεί με τη νυχτικιά και ετοίμαζε μια θηλιά από ένα στιβαρό κορδόνι. Κρίνοντας από τα βλέμματα που έριχνε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας της μητέρας μου, καταλάβαινα πολύ καλά τί είχε κατά νου. Τόσο πολύ με είχε παραλύσει ο τρόμος που δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω ούτε να κουνηθώ, πόσο μάλλον να ειδοποιήσω κάποιον ή να προλάβω κάτι. Ξαφνικά η πόρτα του δωματίου της μητέρας μου άνοιξε αθόρυβα, και οι δυο τους βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον, φανερά ξαφνιασμένοι. Η κυρά φόραγε κι εκείνη τη νυχτικιά της, και κρατούσε στο δεξί της χέρι το εργαλείο της δουλειάς της, ένα μακρουλό στιλέτο με στενή λεπίδα.

Ούτε εκείνη μπορούσε να δεχτεί τη χασούρα που της είχαν προκαλέσει η εχθρική αντιμετώπιση των πολιτών και η δική μου εξαφάνιση. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν με φλογισμένα μάτια και μετά όρμησαν ο ένας πάνω στον άλλον με απερίγραπτη μανία. Άρχισαν να φέρνουν γύρα το δωμάτιο, ο άντρας να βλαστημάει, η γυναίκα να τσιρίζει, και κατά διαστήματα πάλευαν σαν δαιμονισμένοι πασχίζοντας εκείνη να τον καρφώσει με το στιλέτο, εκείνος να τη στραγγαλίσει με τα ίδια του τα χέρια. Ούτε που ξέρω για πόση ώρα είχα την ατυχία να παρακολουθώ αυτή την δυσάρεστη στιγμή οικογενειακής δυστυχίας, αλλά επιτέλους ύστερα από μια πάλη ακόμα πιο παθιασμένη, οι δύο αντίπαλοι απομακρύνθηκαν απότομα ο ένας από τον άλλον.

Το στέρνο του πατέρα μου και το όπλο της μητέρας μου είχαν σημάδια αμοιβαίας επαφής. Αντάλλαξαν ένα ακόμα πιο δολοφονικό βλέμμα και στη συνέχεια ο καημένος ο πατέρας μου, χτυπημένος και νιώθοντας το χέρι του θανάτου πάνω του, έκανε έναν πήδο αδιαφορώντας για την αντίσταση, άρπαξε τη μητέρα μου από τα μπράτσα, την έσυρε ως το μεγάλο καζάνι, και συγκεντρώνοντας όση ενέργεια του είχε απομείνει, πήδησε μέσα μαζί της! Μέσα σε μια στιγμή είχαν εξαφανιστεί και οι δύο, προσθέτοντας το λάδι τους σ’ αυτό της επιτροπής των πολιτών που την προηγούμενη μέρα τους είχε προσκαλέσει στη δημόσια συζήτηση.

Πεπεισμένος ότι αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα με απέκλεισαν από όλους τους δρόμους που θα μπορούσαν να με οδηγήσουν σε μια έντιμη καριέρα στην πόλη μου, έφυγα για την φημισμένη μεγαλούπολη του Οταμγουί, όπου και καταγράφω τώρα τις αναμνήσεις μου με μια καρδιά γεμάτη τύψεις για μια απερίσκεπτη πράξη που προξένησε μια τόσο ζοφερή εμπορική καταστροφή.

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

Τα Κορίτσια


Την κατάλαβα από τη μυρωδιά του μπαούλου και της ναφθαλίνης που γέμισε τον διάδρομο του λεωφορείου, καθώς περνούσε δίπλα μου για να καθίσει στην αγαπημένη της θέση. Ευτυχώς ήταν άδεια, γιατί αλλιώς μαύρο φίδι που τον έφαγε τον ανυποψίαστο επιβάτη που θα την είχε καπαρώσει προτού εκείνη μπει μέσα - αν και, εδώ και αρκετό καιρό, είχε χάσει το κέφι της και τη διάθεση να ξεστομίζει κατάρες κάθε λογής προς πάσα κατεύθυνση.

Κουβαλούσε πάντα πάνω της αυτή τη μυρωδιά του πολυκαιρισμένου ρούχου, καθώς οι δαντέλες που φορούσε ίσως και να είχαν γνωρίσει καλύτερες μέρες χρόνια πριν, όταν ήταν στα νιάτα της. Λέω ίσως, γιατί στην πραγματικότητα πολύ αμφιβάλλω γι' αυτό. Εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια γυρίζει στην περιοχή, ανεβοκατεβαίνει στα λεωφορεία, κάνει τη διαδρομή Γαλάτσι-Σύνταγμα χωρίς συγκεκριμένο σκοπό - ή τουλάχιστον χωρίς ποτέ κανένας από μας τους "κανονικούς" ανθρώπους να έχει μπορέσει να ανακαλύψει ποιος ακριβώς είναι ο σκοπός της ζωής της - πάντα με τα μακριά μαλλιά της μισοχτενισμένα, τώρα πια άσπρα αλλά κάποτε βαμμένα ένα μπασταρδεμένο πλατινέ ξανθό, την αλλόκοτη φυσιογνωμία που θυμίζει κάτι από κακιά μάγισσα του παραμυθιού αλλά με μια ανεξήγητη μελαγχολία στο βλέμμα.

Κάποτε βέβαια δεν ήταν μόνη.

Τη συνόδευε το έτερόν της ήμισυ, που σε γενικές γραμμές της έμοιαζε στον τύπο και στο ταμπεραμέντο, αλλά πρακτικά της έριχνε κάπου ένα κεφάλι κι ήταν πιο ογκώδης, μελαχρινή και κάπως νεότερη και αρκετά πιο αθυρόστομη και με μεγαλύτερο πλούτο από κατάρες στο λεξιλόγιό της. Αγαπημένη τους συνήθεια ήταν να μπαίνουν στα λεωφορεία της γραμμής Αθήνα-Γαλάτσι και να απευθύνονται η μία στην άλλη, αγέλαστες και μ' όλη τη δύναμη της φωνής τους με κατάρες που θύμιζαν άλλοτε βρισιές των πειρατών του παλιού καιρού κι άλλοτε ανατριχιαστικά ξόρκια σε μυστικές συνάξεις σύγχρονων μαγισσών. Το τι έλεγε το στόμα τους δεν περιγράφεται, κι αλίμονο αν κάποιος τολμούσε να τους κάνει έστω και την παραμικρή σύσταση να σταματήσουν ή έστω να χαμηλώσουν τους τόνους. Τότε συμμαχούσαν σε κλάσματα δευτερολέπτου και οι κατάρες και των δύο έβρισκαν καινούριο αποδέκτη, μια συναρπαστική για κείνες τροπή που έχω την εντύπωση ότι πολλές φορές έκαναν τα πάντα για να την προκαλέσουν να συμβεί.

Ποια ήταν ακριβώς η ιστορία τους κανένας δεν ήξερε ακριβώς, ούτε και τα ονόματά τους - ας τις πούμε 'Μαρία' και 'Άννα' που είναι συνηθισμένα ονόματα, για να τους δώσουμε να έχουν και κάτι συνηθισμένο αφού ό,τι άλλο σχετιζόταν μαζί τους με οποιονδήποτε τρόπο ήταν τόσο ασυνήθιστο. Ας πούμε ότι η ξανθιά ήταν η Μαρία και η μελαχρινή η Άννα, άλλωστε δεν έχει και τόση σημασία, φτάνει να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Η Μαρία και η Άννα λοιπόν έκαναν συχνά πυκνά την αγαπημένη τους διαδρομή για χρόνια, ενώ εμείς οι υπόλοιποι που τις βλέπαμε τυχαία προσπαθούσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε τη συμπεριφορά τους και να ανακαλύψουμε τι σχέση είχαν μεταξύ τους και γιατί πάντα έβγαιναν έξω μαζί. Παρ’ όλο που λένε - και ισχύει σ’ ένα μεγάλο βαθμό – ότι τα προάστια είναι σαν την επαρχία, με την έννοια ότι όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και ξέρουν σχεδόν τα πάντα ο ένας για τον άλλον, σ’ αυτή την περίπτωση το πυκνό μυστήριο που κάλυπτε τα πάντα γύρω από την Άννα και τη Μαρία δεν έλεγε να διαλυθεί. Κι έτσι για όλους τους άλλους ήταν απλά ‘τα κορίτσια’, και όλοι τις ήξεραν από μακριά, χωρίς κανένας να τις γνωρίζει. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δε χαμογελούσαν ποτέ.

Κάποια μέρα, δεν είναι πολύς καιρός, είδα μόνη της τη Μαρία να μπαίνει στο λεωφορείο και μου έκανε μεγάλη εντύπωση που η Άννα δεν ήταν μαζί της. Την είδα αργότερα και δεύτερη και τρίτη φορά – τότε πρόσεξα ότι ήταν ντυμένη στα μαύρα - την τέταρτη άρχισα ν’ ανησυχώ. Και ποιον να ρωτήσω, αφού δεν ήξεραν καν πώς τις έλεγαν. Ώσπου σ’ ένα από τα πρακτορεία συνοικιακών ειδήσεων, εκείνα τα μέρη που πας και κόβεις τα μαλλιά σου και μετά έχεις την ψευδαίσθηση ότι έγινε η πιο ριζοσπαστική και εντυπωσιακή αλλαγή στη ζωή σου, έμαθα ότι η Άννα είχε πεθάνει. Εννοείται φυσικά πως περίμενα ότι κάτι τέτοιο θα είχε συμβεί, αφού αυτή θα ήταν και η μοναδική περίπτωση που η Μαρία θα έβγαινε έξω χωρίς εκείνη.

Αναρωτιέμαι αν η Μαρία και η Άννα παρατηρούσαν εμάς τους ‘άλλους’ όπως εμείς παρατηρούσαμε εκείνες. Κι αν εμείς, που υποτίθεται πως ζούμε στον κανονικό κόσμο, τους φαινόμασταν αλλόκοτοι και ιδιόρρυθμοι με την εντελώς προβλέψιμη συμπεριφορά μας. Βλέπω αρκετές φορές τη Μαρία να μπαίνει στο λεωφορείο ντυμένη στα μαύρα, και να κάθεται στην αγαπημένη της θέση, στην εξωτερική πλευρά, πλάι στο παράθυρο. Εξακολουθεί να κάνει τη διαδρομή της, με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα, χωρίς να μιλάει σχεδόν ποτέ και σπάνια κοιτάζει τους άλλους γύρω της. Κάποια μέρα το λεωφορείο θα περάσει από τη στάση της κι εκείνη δε θα είναι εκεί – δε θα είναι πια πουθενά, κι από κείνη τη μέρα και πέρα κάθε ίχνος από τα κορίτσια που πέρασαν όλη τους τη ζωή αγέλαστα θα έχει οριστικά πια χαθεί, μαζί και όλο το μυστήριο της ύπαρξής τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: η παραπάνω ιστορία είναι εμπνευσμένη από υπαρκτά (μέχρι πρότινος τουλάχιστον) πρόσωπα. Το διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Διάστιχο τον Μάιο του 2014 (https://diastixo.gr/.../pezografia/2517-verina-xoreanthi) και στη συνέχεια στο blog μου (http://musingsandfusings.blogspot.com/2014/05/)

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

Ένα Ξεστρατισμένο Τόπι

photo: Βερίνα Χωρεάνθη (Nerin Bloom)

Έριξα το τόπι μου στον Σαρωνικό
Και εκείνο πέταξε για τον Υμηττό
Μα ο ήλιος τό 'καψε κι έκανε μια στάση
Στο γρασίδι έπεσε για να ξαποστάσει.

*Με έμπνευση από ένα αδέσποτο θαλασσινό τόπι που εντόπισα σε μια νησίδα, κάπου ανάμεσα στη θάλασσα του Φαλήρου και τον Υμηττό, και απαθανάτισα σ' αυτή τη φωτογραφία.

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο (Thomas Hardy)

Η παλιά εκκλησία του Σεν Πάνκρας

 «Θυμάσαι τότε που βρήκαμε εκείνον τον άντρα με τα δύο κεφάλια στου Σεν Πάνκρας;» Αυτά τα λόγια ενός φίλου που συνάντησε τυχαία στο Ντόρσετ όπου μόλις είχε αναρρώσει από μια εξουθενωτική ασθένεια, μετέφεραν τον συγγραφέα Τόμας Χάρντι πολλά χρόνια πίσω στη ζωή του, τότε που, ως νεαρός αρχιτέκτονας, είχε αναλάβει, μαζί με τον συγκεκριμένο φίλο και συνάδελφό του, την επίβλεψη της μεταφοράς πολλών εκατοντάδων στραπατσαρισμένων φέρετρων από το κοιμητήριο της παλιάς εκκλησίας του Σεν Πάνκρας στο Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, κάποιες από τις επιτύμβιες στήλες τοποθετήθηκαν όλες μαζί, και στο κέντρο αυτής της ιδιότυπης «εγκατάστασης» φυτεύτηκε αργότερα ένα δέντρο, με αποτέλεσμα να στηθεί ένα είδος «ζωντανού» μνημείου για όλους αυτούς τους εκλιπόντες. Δεν είναι σίγουρο ότι το δέντρο αυτό σχετίζεται άμεσα με τον Τόμας Χάρντι, ωστόσο ονομάστηκε «Το Δέντρο του Χάρντι» (The Hardy Tree) και στέκει ακόμα και σήμερα, μαζί με τις επιτύμβιες στήλες του, στο προαύλιο της παλιάς εκκλησίας του Σεν Πάνκρας. Η μακάβρια ανάμνηση αυτών των γεγονότων ενέπνευσε τον Τόμας Χάρντι να γράψει το ποίημα «Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο» (The Levelled Churchyard), που αποτελείται από έξι στροφές γεμάτες σαρκασμό και μαύρο χιούμορ, καθώς μιλάνε οι πεθαμένοι μέσα από τους αναστατωμένους τάφους, εκφράζοντας τα παράπονά τους που τους έχουν στοιβαγμένους ανάμεσα σε επιτύμβιες στήλες που ίσως δεν είναι καν οι δικές τους.

Ο Τόμας Χάρντι σε νεαρή ηλικία

Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο - Thomas Hardy

Ελεύθερη απόδοση: Βερίνα Χωρεάνθη


Στάσου διαβάτη κι αφουγκράσου
Τους στεναγμούς και τις κραυγές μας
Χαμένοι είμαστε εδώ κάτω
Μέσα σε χώματα και τάφους.

Όσοι θαφτήκαμε πριν λίγο,
Με ανθρώπινα απομεινάρια
Μια μάζα γίναμε και λέμε:
«Ιδέα δεν έχω εγώ ποιος είμαι!»

Κάτω από στήλες για αγίους
Τώρα αναπαύονται κακούργοι
Λόγια για ενάρετους ανθρώπους
Στολίζουν πλέον τους μπεκρήδες

Ποιος ξέρει πια πού μας στοιβάξαν
Κι αν κάπου μείνει το όνομά μας,
Θά’ ναι σε δρόμους ή σε μέρη
Όπου δεν πήγαμε ποτέ μας

Κάθε αγνή κοπέλα τρέμει
Με τη σάλπιγγα την τελευταία
Η μισή μην αναστηθεί μονάχα
Μαζί με μια μισή τροτέζα

Απ’ τους καινούργιους τους ναούς σου
Απ’ την στρωμένη σου τη χλόη
Απ’ τα μαστορέματα του Κλήρου
Έλα και σώσε μας, Θεέ μου! Αμήν!

Ο διεθνής σιδηροδρομικός σταθμός του Σεν Πάνκρας, ένα αριστούργημα γοτθικής αρχιτεκτονικής.

Το Δέντρο του Χάρντι, με τις επιτύμβιες στήλες γύρω από τη ρίζα του.

Η σύγχρονη εκκλησία του Σεν Πάνκρας

Ο Σεν Πάνκρας (Άγιος Παγκράτιος) είναι προστάτης των παιδιών, της εργασίας και της υγείας. Ως Παγκράτιος (289-304 AD), είχε γεννηθεί στη Φρυγία αλλά μετά τον θάνατο των γονιών του, που ήταν Ρωμαίοι πολίτες, πήγε να ζήσει με τον θείο του στη Ρώμη. Μαρτύρησε στα 14 του χρόνια όταν, επί της αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού, ασπάστηκε τον Χριστιανισμό και εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Μαΐου.


Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Design an album cover challenge

 
Άλλη μία καλλιτεχνική πρόκληση που κάναμε μαζί με τη Μάριον, ακολουθώντας αυτή τη φορά ένα prompt από το site Doodle Addicts. Το θέμα του ήταν ο σχεδιασμός ενός εξωφύλλου για έναν δίσκο κάποιου φανταστικού συγκροτήματος. Εγώ εμπνεύστηκα από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, τόσο για το όνομα του συγκροτήματος, όσο και για τον τίτλο αλλά και το artwork του δίσκου. Για τη συμμετοχή της Μάριον, δείτε εδώ.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

Fan Art Mashup Challenge 2023


Αυτή τη φορά, η Μάριον κι εγώ συμμετείχαμε (κάπως ετεροχρονισμένα) στην καλλιτεχνική πρόκληση Fan Art Mashup του site DeviantArt, όπου ένας τυχαίος αλγόριθμος σου επιλέγει τον χαρακτήρα, το θέμα και την κατάσταση του έργου που πρόκειται να φτιάξεις. Μας έτυχε λοιπόν να ζωγραφίσουμε την Έλσα (από την ταινία Frozen) μέσα σε έναν πίνακα του M. C. Escher, ως ζόμπι. Ο πίνακας του ζωγράφου που χρησιμοποίησα σαν αναφορά ήταν Το πορτρέτο της Τζέτα. Δείτε το έργο της Μάριον εδώ.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

Opposites Drawing Challenge

 

Η πρώτη καλλιτεχνική πρόκληση του 2023 που κάναμε μαζί με τη Μάριον, είχε θέμα τις αντιθέσεις. Εμπνεύστηκα λοιπόν από τον μύθο του Περσέα και ζωγράφισα τη Μέδουσα και τον ήρωα σαν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος που τελικά έχουν περισσότερα κοινά απ' όσο φαντάζεται κανείς. Δείτε και το όμορφο σχέδιο της Μάριον εδώ.



Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο (Thomas Hardy)

Η παλιά εκκλησία του Σεν Πάνκρας  «Θυμάσαι τότε που βρήκαμε εκείνον τον άντρα με τα δύο κεφάλια στου Σεν Πάνκρας;» Αυτά τα λόγια ενός φίλου ...