Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Λάδι από Σκύλο (Ambrose Bierce)

Ονομάζομαι Μπόφερ Μπινγκς. Οι γονείς μου ήταν τίμιοι άνθρωποι, ταπεινής καταγωγής, καθώς ο πατέρας μου ήταν παραγωγός λαδιού από σκύλους και η μητέρα μου διατηρούσε ένα μικρό εργαστήριο κάτω από τη μύτη της εκκλησίας του χωριού όπου ξεπάστρευε τα ανεπιθύμητα μωρά. Στα παιδικά μου χρόνια, εκπαιδεύτηκα και για τις δύο δραστηριότητες: όχι μόνο βοηθούσα τον πατέρα μου να προμηθεύεται σκυλιά για τα καζάνια του, αλλά συχνά πυκνά με αγγάρευε και η μητέρα μου για να ξεφορτώνομαι τα απομεινάρια της δουλειάς της στο εργαστήριο. Κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων, πολλές φορές χρειαζόταν να επιστρατεύσω όλη την εφευρετικότητα και την εξυπνάδα μου, γιατί η τοπική αστυνομία δεν έβλεπε με καλό μάτι την δραστηριότητα της μητέρας μου. Όχι πως της έκαναν και καμιά τρομερή αντιπολίτευση, ούτε και είχε πάρει το θέμα πολιτικές διαστάσεις, απλά αυτό συνέβαινε. Εννοείται πως η παραγωγή λαδιού από σκύλους του πατέρα μου ήταν πιο αποδεκτή, αν και οι ιδιοκτήτες των σκυλιών που εξαφανίζονταν καμιά φορά τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία, κάτι που, ως έναν βαθμό, είχε αντίκτυπο και σε μένα. Ο πατέρας μου είχε μυστικούς συνεργάτες του όλους τους γιατρούς της πόλης, οι οποίοι σπάνια έδιναν συνταγές που δεν περιείχαν αυτό που τους άρεσε να ονομάζουν συνθηματικά «Λα. Σκ.» Πρόκειται στ’ αλήθεια για το πιο πολύτιμο φάρμακο που έχει ανακαλυφθεί ποτέ. Ωστόσο οι περισσότεροι άνθρωποι αρνούνται να κάνουν προσωπικές θυσίες για τους βασανισμένους, και ήταν λογικό ότι πολλά από τα πιο καλοθρεμμένα σκυλιά της πόλης δεν τα άφηναν να παίζουν μαζί μου – κάτι που πλήγωνε τα νεανικά μου αισθήματα και κάποια στιγμή με έκανε μέχρι και να θέλω να τα παρατήσω όλα και να γίνω πειρατής.

Κοιτώντας πίσω, δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι τύψεις για εκείνες τις μέρες, καθώς, οδηγώντας έμμεσα τους αγαπημένους μου γονείς στον θάνατο, υπέγραψα και μια σειρά από κακοτυχίες που επηρέασαν βαθιά το μέλλον μου.

Ένα απόγευμα, καθώς περνούσα από το ελαιουργείο του πατέρα μου κουβαλώντας το πτώμα ενός έκθετου μωρού από το εργαστήριο της μητέρας μου, πήρε το μάτι μου έναν αστυνομικό ο οποίος παρακολουθούσε τις κινήσεις μου. Από πολύ μικρός είχα μάθει ότι όπως κι αν φαίνονται οι πράξεις ενός αστυνομικού, το κίνητρό τους πάντα είναι σκοτεινό, κι έτσι τον απέφυγα τρυπώνοντας στο ελαιουργείο από μια πλαϊνή πόρτα που έτυχε να είναι μισάνοιχτη. Την κλείδωσα αμέσως κι έμεινα μόνος με το πτωματάκι μου. Ο πατέρας μου είχε αποσυρθεί για να κοιμηθεί. Το μοναδικό φως εκεί μέσα ερχόταν από τον κλίβανο, μια πλούσια, βαθυκόκκινη λάμψη κάτω από ένα καζάνι που έριχνε διαβολικές αντανακλάσεις πάνω στους τοίχους. Μέσα στο καζάνι, το λάδι κόχλαζε ακόμα νωχελικά, σπρώχνοντας πού και πού στην επιφάνεια ένα κομμάτι από σκύλο. Έτσι όπως καθόμουν και περίμενα να απομακρυνθεί ο αστυνομικός, κράτησα το γυμνό κορμάκι του μωρού στην αγκαλιά μου και χάιδεψα τα κοντούλικα, μεταξένια μαλλάκια του. Τι όμορφο που ήταν! Αν και ήμουν πολύ μικρός ακόμα, αγαπούσα πολύ τα παιδιά, και καθώς τώρα κοιτούσα αυτό το αγγελάκι, σχεδόν ευχόμουν βαθιά μέσα στην καρδιά μου να μην ήταν τελικά μοιραίο το μικρό, κόκκινο σημάδι – έργο της καλής μου μητέρας – πάνω στο στέρνο του.

Συνήθως έριχνα τα μωρά στο ποτάμι, το οποίο η φύση μάς είχε σοφά χαρίσει για τον σκοπό αυτό, όμως εκείνο το βράδυ δεν τολμούσα να βγω από το ελαιουργείο, επειδή φοβόμουν μην πέσω πάνω στον αστυνομικό. «Στο κάτω κάτω της γραφής», είπα μέσα μου, «δεν θα κάνει και μεγάλη διαφορά αν το ρίξω στο καζάνι. Ο πατέρας μου δεν θα μπορέσει να καταλάβει ότι τα κοκαλάκια δεν θα ανήκουν σε κουτάβι, και οι λιγοστοί θάνατοι που μπορεί να προκύψουν από τη λήψη ενός λαδιού διαφορετικού από το ασύγκριτο Λα. Σκ. δεν θα έχουν και πολλή σημασία για έναν πληθυσμό που αυξάνεται τόσο ραγδαία.» Για να μην τα πολυλογώ, έκανα το πρώτο βήμα μου στο έγκλημα και προκάλεσα στον εαυτό μου ανείπωτη θλίψη ρίχνοντας το μωρό στο καζάνι.

Την επόμενη μέρα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ο πατέρας μου πληροφόρησε εμένα και τη μητέρα μου, τρίβοντας τα χέρια του με ικανοποίηση, ότι είχε πετύχει την καλύτερη ποιότητα λαδιού που είχε υπάρξει ποτέ. Ότι έτσι είχαν αποφανθεί οι γιατροί στους οποίους είχε δείξει το σχετικό δείγμα. Πρόσθεσε ότι δεν είχε ιδέα πώς προέκυψε αυτό το αποτέλεσμα, αφού είχε μεταχειριστεί τα σκυλιά με τη συνηθισμένη μέθοδο, και μάλιστα δεν ανήκαν και σε καμιά σπουδαία ράτσα. Θεώρησα τότε σωστό να του εξηγήσω τι είχε γίνει – όπως και έκανα, αν και, κρίνοντας από τις συνέπειες, καλύτερα να δάγκωνα τη γλώσσα μου. Σεκλετισμένοι με την άγνοιά τους σχετικά με το πόσο κέρδος θα είχαν αν συνδύαζαν τις επιχειρήσεις τους, οι γονείς μου βάλθηκαν ευθύς αμέσως να διορθώσουν αυτό το λάθος. Η μητέρα μου μετέφερε το εργαστήριό της σε μια πτέρυγα του εργοστασίου, ενώ διεκόπησαν και τα καθήκοντα που μου είχαν ανατεθεί. Δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να ξεφορτώνομαι τα πτώματα των ανεπιθύμητων μικρών, ούτε και να δελεάζω τα σκυλιά οδηγώντας τα στον χαμό τους, αφού ο πατέρας μου δεν τα χρειαζόταν πια, αν και το λάδι εξακολουθούσε τιμητικά να φέρει το όνομά τους. Βρέθηκα λοιπόν ξαφνικά να βαριέμαι τη ζωή μου, και θα ήταν πολύ λογικό να επιδοθώ στη βία και την ακολασία, αλλά στάθηκα στο ύψος μου. Η θρησκευτική επιρροή της μητέρας μου με προστάτευε πάντα από τους πειρασμούς που ταλανίζουν τα νιάτα και ο πατέρας μου ήταν διάκονος στην εκκλησία. Αλίμονο, εξαιτίας μου αυτοί οι αξιότιμοι άνθρωποι είχαν ένα τόσο άδοξο τέλος.

Βλέποντας πως η δουλειά της πλέον απέφερε διπλά κέρδη, η μητέρα μου αφοσιώθηκε στην δραστηριότητά της με επιπλέον ζήλο. Δεν ξεφορτωνόταν μόνο τα ανεπιθύμητα και άχρηστα μωρά που της ανέθεταν, αλλά άρχισε να αλωνίζει στις δρόμους και τα σοκάκια, μαζεύοντας και μεγαλύτερα παιδιά, αλλά ακόμα και μερικούς ενήλικες που κατάφερνε να παρασύρει στο ελαιουργείο. Ο πατέρας μου, πάλι, ερωτευμένος με την υψηλή ποιότητα του λαδιού που παρήγαγε, εφοδίαζε τα καζάνια του με επιμέλεια και προσήλωση. Κοντολογίς, η μετατροπή των γειτόνων τους σε σκυλόλαδο έγινε το πάθος της ζωής τους – μια ολοκληρωτική απληστία κατέλαβε τις ψυχές τους, παραμερίζοντας την ελπίδα τους για μια θέση στον Παράδεισο – ένα πάθος το οποίο τους ενέπνεε κιόλας.

Είχαν γίνει πια τόσο ρηξικέλευθοι που εξαιτίας τους οργανώθηκε δημόσια συζήτηση και πάρθηκαν ιδιαίτερα αυστηρές αποφάσεις εις βάρος τους. Ο πρόεδρος μάλιστα άφησε να εννοηθεί ότι έτσι και εξακολουθούσαν τις επιθέσεις στον πληθυσμό, δεν θα τους αντιμετώπιζαν πια πολιτισμένα. Οι καημένοι οι γονείς μου έφυγαν από τη συγκέντρωση με ραγισμένη καρδιά, μέσα στην απελπισία και όχι ακριβώς στα καλά τους, απ’ ό,τι κατάλαβα. Σε κάθε περίπτωση, θεώρησα συνετό να μην μπω μαζί τους στο ελαιουργείο εκείνο το βράδυ, αλλά να κοιμηθώ έξω, σ’ έναν στάβλο.

Κατά τα μεσάνυχτα, μια μυστηριώδης παρόρμηση μ’ έκανε να πεταχτώ απ’ τον ύπνο μου και να κρυφοκοιτάξω απ’ το παράθυρο πέρα στο δωμάτιο με τον κλίβανο, εκεί όπου ήξερα ότι ο πατέρας μου είχε πέσει να κοιμηθεί. Οι φωτιές έκαιγαν ζωηρά, λες και ήταν αναμενόμενο ότι η σοδειά της επόμενης μέρας θα ήταν πλούσια. Ένα από τα μεγάλα καζάνια σιγόβραζε με μια μυστηριώδη αίσθηση αυτοσυγκράτησης, σαν να περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να δώσει όλη του την κρυμμένη ενέργεια. Ο πατέρας μου δεν ήταν στο κρεβάτι του – είχε σηκωθεί με τη νυχτικιά και ετοίμαζε μια θηλιά από ένα στιβαρό κορδόνι. Κρίνοντας από τα βλέμματα που έριχνε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας της μητέρας μου, καταλάβαινα πολύ καλά τί είχε κατά νου. Τόσο πολύ με είχε παραλύσει ο τρόμος που δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω ούτε να κουνηθώ, πόσο μάλλον να ειδοποιήσω κάποιον ή να προλάβω κάτι. Ξαφνικά η πόρτα του δωματίου της μητέρας μου άνοιξε αθόρυβα, και οι δυο τους βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον, φανερά ξαφνιασμένοι. Η κυρά φόραγε κι εκείνη τη νυχτικιά της, και κρατούσε στο δεξί της χέρι το εργαλείο της δουλειάς της, ένα μακρουλό στιλέτο με στενή λεπίδα.

Ούτε εκείνη μπορούσε να δεχτεί τη χασούρα που της είχαν προκαλέσει η εχθρική αντιμετώπιση των πολιτών και η δική μου εξαφάνιση. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν με φλογισμένα μάτια και μετά όρμησαν ο ένας πάνω στον άλλον με απερίγραπτη μανία. Άρχισαν να φέρνουν γύρα το δωμάτιο, ο άντρας να βλαστημάει, η γυναίκα να τσιρίζει, και κατά διαστήματα πάλευαν σαν δαιμονισμένοι πασχίζοντας εκείνη να τον καρφώσει με το στιλέτο, εκείνος να τη στραγγαλίσει με τα ίδια του τα χέρια. Ούτε που ξέρω για πόση ώρα είχα την ατυχία να παρακολουθώ αυτή την δυσάρεστη στιγμή οικογενειακής δυστυχίας, αλλά επιτέλους ύστερα από μια πάλη ακόμα πιο παθιασμένη, οι δύο αντίπαλοι απομακρύνθηκαν απότομα ο ένας από τον άλλον.

Το στέρνο του πατέρα μου και το όπλο της μητέρας μου είχαν σημάδια αμοιβαίας επαφής. Αντάλλαξαν ένα ακόμα πιο δολοφονικό βλέμμα και στη συνέχεια ο καημένος ο πατέρας μου, χτυπημένος και νιώθοντας το χέρι του θανάτου πάνω του, έκανε έναν πήδο αδιαφορώντας για την αντίσταση, άρπαξε τη μητέρα μου από τα μπράτσα, την έσυρε ως το μεγάλο καζάνι, και συγκεντρώνοντας όση ενέργεια του είχε απομείνει, πήδησε μέσα μαζί της! Μέσα σε μια στιγμή είχαν εξαφανιστεί και οι δύο, προσθέτοντας το λάδι τους σ’ αυτό της επιτροπής των πολιτών που την προηγούμενη μέρα τους είχε προσκαλέσει στη δημόσια συζήτηση.

Πεπεισμένος ότι αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα με απέκλεισαν από όλους τους δρόμους που θα μπορούσαν να με οδηγήσουν σε μια έντιμη καριέρα στην πόλη μου, έφυγα για την φημισμένη μεγαλούπολη του Οταμγουί, όπου και καταγράφω τώρα τις αναμνήσεις μου με μια καρδιά γεμάτη τύψεις για μια απερίσκεπτη πράξη που προξένησε μια τόσο ζοφερή εμπορική καταστροφή.

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

Τα Κορίτσια


Την κατάλαβα από τη μυρωδιά του μπαούλου και της ναφθαλίνης που γέμισε τον διάδρομο του λεωφορείου, καθώς περνούσε δίπλα μου για να καθίσει στην αγαπημένη της θέση. Ευτυχώς ήταν άδεια, γιατί αλλιώς μαύρο φίδι που τον έφαγε τον ανυποψίαστο επιβάτη που θα την είχε καπαρώσει προτού εκείνη μπει μέσα - αν και, εδώ και αρκετό καιρό, είχε χάσει το κέφι της και τη διάθεση να ξεστομίζει κατάρες κάθε λογής προς πάσα κατεύθυνση.

Κουβαλούσε πάντα πάνω της αυτή τη μυρωδιά του πολυκαιρισμένου ρούχου, καθώς οι δαντέλες που φορούσε ίσως και να είχαν γνωρίσει καλύτερες μέρες χρόνια πριν, όταν ήταν στα νιάτα της. Λέω ίσως, γιατί στην πραγματικότητα πολύ αμφιβάλλω γι' αυτό. Εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια γυρίζει στην περιοχή, ανεβοκατεβαίνει στα λεωφορεία, κάνει τη διαδρομή Γαλάτσι-Σύνταγμα χωρίς συγκεκριμένο σκοπό - ή τουλάχιστον χωρίς ποτέ κανένας από μας τους "κανονικούς" ανθρώπους να έχει μπορέσει να ανακαλύψει ποιος ακριβώς είναι ο σκοπός της ζωής της - πάντα με τα μακριά μαλλιά της μισοχτενισμένα, τώρα πια άσπρα αλλά κάποτε βαμμένα ένα μπασταρδεμένο πλατινέ ξανθό, την αλλόκοτη φυσιογνωμία που θυμίζει κάτι από κακιά μάγισσα του παραμυθιού αλλά με μια ανεξήγητη μελαγχολία στο βλέμμα.

Κάποτε βέβαια δεν ήταν μόνη.

Τη συνόδευε το έτερόν της ήμισυ, που σε γενικές γραμμές της έμοιαζε στον τύπο και στο ταμπεραμέντο, αλλά πρακτικά της έριχνε κάπου ένα κεφάλι κι ήταν πιο ογκώδης, μελαχρινή και κάπως νεότερη και αρκετά πιο αθυρόστομη και με μεγαλύτερο πλούτο από κατάρες στο λεξιλόγιό της. Αγαπημένη τους συνήθεια ήταν να μπαίνουν στα λεωφορεία της γραμμής Αθήνα-Γαλάτσι και να απευθύνονται η μία στην άλλη, αγέλαστες και μ' όλη τη δύναμη της φωνής τους με κατάρες που θύμιζαν άλλοτε βρισιές των πειρατών του παλιού καιρού κι άλλοτε ανατριχιαστικά ξόρκια σε μυστικές συνάξεις σύγχρονων μαγισσών. Το τι έλεγε το στόμα τους δεν περιγράφεται, κι αλίμονο αν κάποιος τολμούσε να τους κάνει έστω και την παραμικρή σύσταση να σταματήσουν ή έστω να χαμηλώσουν τους τόνους. Τότε συμμαχούσαν σε κλάσματα δευτερολέπτου και οι κατάρες και των δύο έβρισκαν καινούριο αποδέκτη, μια συναρπαστική για κείνες τροπή που έχω την εντύπωση ότι πολλές φορές έκαναν τα πάντα για να την προκαλέσουν να συμβεί.

Ποια ήταν ακριβώς η ιστορία τους κανένας δεν ήξερε ακριβώς, ούτε και τα ονόματά τους - ας τις πούμε 'Μαρία' και 'Άννα' που είναι συνηθισμένα ονόματα, για να τους δώσουμε να έχουν και κάτι συνηθισμένο αφού ό,τι άλλο σχετιζόταν μαζί τους με οποιονδήποτε τρόπο ήταν τόσο ασυνήθιστο. Ας πούμε ότι η ξανθιά ήταν η Μαρία και η μελαχρινή η Άννα, άλλωστε δεν έχει και τόση σημασία, φτάνει να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Η Μαρία και η Άννα λοιπόν έκαναν συχνά πυκνά την αγαπημένη τους διαδρομή για χρόνια, ενώ εμείς οι υπόλοιποι που τις βλέπαμε τυχαία προσπαθούσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε τη συμπεριφορά τους και να ανακαλύψουμε τι σχέση είχαν μεταξύ τους και γιατί πάντα έβγαιναν έξω μαζί. Παρ’ όλο που λένε - και ισχύει σ’ ένα μεγάλο βαθμό – ότι τα προάστια είναι σαν την επαρχία, με την έννοια ότι όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και ξέρουν σχεδόν τα πάντα ο ένας για τον άλλον, σ’ αυτή την περίπτωση το πυκνό μυστήριο που κάλυπτε τα πάντα γύρω από την Άννα και τη Μαρία δεν έλεγε να διαλυθεί. Κι έτσι για όλους τους άλλους ήταν απλά ‘τα κορίτσια’, και όλοι τις ήξεραν από μακριά, χωρίς κανένας να τις γνωρίζει. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δε χαμογελούσαν ποτέ.

Κάποια μέρα, δεν είναι πολύς καιρός, είδα μόνη της τη Μαρία να μπαίνει στο λεωφορείο και μου έκανε μεγάλη εντύπωση που η Άννα δεν ήταν μαζί της. Την είδα αργότερα και δεύτερη και τρίτη φορά – τότε πρόσεξα ότι ήταν ντυμένη στα μαύρα - την τέταρτη άρχισα ν’ ανησυχώ. Και ποιον να ρωτήσω, αφού δεν ήξεραν καν πώς τις έλεγαν. Ώσπου σ’ ένα από τα πρακτορεία συνοικιακών ειδήσεων, εκείνα τα μέρη που πας και κόβεις τα μαλλιά σου και μετά έχεις την ψευδαίσθηση ότι έγινε η πιο ριζοσπαστική και εντυπωσιακή αλλαγή στη ζωή σου, έμαθα ότι η Άννα είχε πεθάνει. Εννοείται φυσικά πως περίμενα ότι κάτι τέτοιο θα είχε συμβεί, αφού αυτή θα ήταν και η μοναδική περίπτωση που η Μαρία θα έβγαινε έξω χωρίς εκείνη.

Αναρωτιέμαι αν η Μαρία και η Άννα παρατηρούσαν εμάς τους ‘άλλους’ όπως εμείς παρατηρούσαμε εκείνες. Κι αν εμείς, που υποτίθεται πως ζούμε στον κανονικό κόσμο, τους φαινόμασταν αλλόκοτοι και ιδιόρρυθμοι με την εντελώς προβλέψιμη συμπεριφορά μας. Βλέπω αρκετές φορές τη Μαρία να μπαίνει στο λεωφορείο ντυμένη στα μαύρα, και να κάθεται στην αγαπημένη της θέση, στην εξωτερική πλευρά, πλάι στο παράθυρο. Εξακολουθεί να κάνει τη διαδρομή της, με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα, χωρίς να μιλάει σχεδόν ποτέ και σπάνια κοιτάζει τους άλλους γύρω της. Κάποια μέρα το λεωφορείο θα περάσει από τη στάση της κι εκείνη δε θα είναι εκεί – δε θα είναι πια πουθενά, κι από κείνη τη μέρα και πέρα κάθε ίχνος από τα κορίτσια που πέρασαν όλη τους τη ζωή αγέλαστα θα έχει οριστικά πια χαθεί, μαζί και όλο το μυστήριο της ύπαρξής τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: η παραπάνω ιστορία είναι εμπνευσμένη από υπαρκτά (μέχρι πρότινος τουλάχιστον) πρόσωπα. Το διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Διάστιχο τον Μάιο του 2014 (https://diastixo.gr/.../pezografia/2517-verina-xoreanthi) και στη συνέχεια στο blog μου (http://musingsandfusings.blogspot.com/2014/05/)

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο (Thomas Hardy)

Η παλιά εκκλησία του Σεν Πάνκρας  «Θυμάσαι τότε που βρήκαμε εκείνον τον άντρα με τα δύο κεφάλια στου Σεν Πάνκρας;» Αυτά τα λόγια ενός φίλου ...