Διάβασα πρόσφατα την “Παγωμένη Άβυσσο”, μια νουβέλα του Ουίλκι Κόλινς που ομολογώ ότι δεν γνώριζα και “ανακάλυψα” τυχαία όταν έπεσε το μάτι μου στην πολύ όμορφη ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Ερατώ σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο. Όσο ενδιαφέρον έχει η ιστορία που αφηγείται η νουβέλα, άλλο τόσο ενδιαφέρον έχει και το παρασκήνιο της σύλληψης και της συγγραφής της. Αρχικά ήταν ένα θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις, γραμμένο από τον Κόλινς to 1856 με την στενή καθοδήγηση και επίβλεψη του Τσαρλς Ντίκενς – μάλιστα οι δυο τους ανέβασαν το έργο σε μια σειρά από παραστάσεις, αρχικά ερασιτεχνικές και στη συνέχεια πιο επίσημες, κρατώντας κιόλας δύο από τους βασικούς ρόλους, με διάφορους άλλους συγγενείς και φίλους να παίρνουν επίσης μέρος. Αργότερα ο Κόλινς διασκεύασε μόνος του το θεατρικό έργο σε νουβέλα, κάνοντας αρκετές αλλαγές σε επιμέρους σημεία.
Τον Μάιο του 1845, η αποστολή Φράνκλιν σαλπάρισε από την Αγγλία με σκοπό την αναζήτηση για το Βορειοδυτικό Πέρασμα – τη διαδρομή που συνδέει τον Ατλαντικό Ωκεανό με τον Ειρηνικό μέσω του Αρκτικού. Η επικοινωνία με την αποστολή σταμάτησε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς και χάθηκαν τα ίχνη της εντελώς. Υπήρξαν πολλές διαφωνίες σχετικά με την πραγματική τύχη των μελών της αποστολής, καθώς και διαμάχες που οφείλονταν σε μαρτυρίες που υπονοούσαν ότι οι ναυτικοί, εξουθενωμένοι ψυχικά και σωματικά από το κρύο και την ταλαιπωρία, κατέφυγαν στον κανιβαλισμό. Η “Παγωμένη Άβυσσος” αφηγείται μια αλληγορική εκδοχή της ιστορίας της χαμένης αποστολής Φράνκλιν, ωστόσο η νουβέλα παρουσιάζει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον, κυρίως λόγω της δομής της. Ακριβώς επειδή η βάση της ήταν ένα θεατρικό έργο, υπάρχουν εναλλαγές στο ύφος και την τεχνική που κάποιες φορές φαίνονται κάπως απότομες: έχει σκηνές με καταιγιστική δράση – που προφανώς αντιστοιχούν στα διαλογικά μέρη του θεατρικού, ενώ σε άλλες οι λεπτομερείς περιγραφές των χώρων, εσωτερικών και εξωτερικών, έχουν να κάνουν σαφώς με τις σκηνικές οδηγίες.
Στην καρδιά της ιστορίας, βρίσκεται η ναυτική ερευνητική αποστολή που πρόκειται να αναχωρήσει για το Βορειοδυτικό Πέρασμα. Ο νεαρός Φρανκ, λίγο πριν αναχωρήσει με την αποστολή, ανταλλάσσει όρους αιώνιας αγάπης με την Κλάρα, μια ευαίσθητη κοπέλα που ισχυρίζεται ότι διαθέτει ενόραση και κατά διαστήματα πέφτει σε έκσταση και με κάποιο τρόπο έχει οράματα από το μέλλον. Στην πραγματικότητα, έχει οξυμένη αντίληψη και ενσυναίσθηση, κάτι που της δίνει τη δυνατότητα να σκέφτεται συνδυαστικά υπολογίζοντας τις πιθανότητες και να “βλέπει” τι είναι πιο λογικό ή αναμενόμενο να συμβεί. Ωστόσο δυσκολεύεται να το εκλογικεύσει όλο αυτό, και απλά το έχει αποδεχτεί, υποφέροντας αρκετά συχνά όταν η διαίσθησή της την προειδοποιεί για κάτι κακό. Την Κλάρα διεκδικεί και ο Ρίτσαρντ, ένας οικογενειακός φίλος, μονοκόμματος και εμμονικός, ο οποίος κάποτε παρεξήγησε την ευγένεια της κοπέλας, εκλαμβάνοντάς την σαν θετική ανταπόκριση στην άκομψη προσέγγισή του προς εκείνη. Όταν μαθαίνει ότι η Κλάρα έχει ήδη λογοδοθεί με κάποιον άλλον, εξοργίζεται και ορκίζεται να βρει τον αντίζηλό του και να τον σκοτώσει. Σε πολλές περιγραφές της νουβέλας, η σχέση των τριών αυτών προσώπων αναφέρεται ως ερωτικό τρίγωνο, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι – ή μάλλον δεν είναι με την κλασική έννοια. Γιατί αφ’ ενός για την Κλάρα είναι ξεκάθαρα τα πράγματα, θέλει μόνο τον Φρανκ και δεν το διαπραγματεύεται, και αφ’ ετέρου οι δύο, ας τους πούμε αντεραστές, δεν φτάνουν καν στο σημείο να αναμετρηθούν για το ποιος θα κερδίσει την κοπέλα. Ο Φρανκ και ο Ρίτσαρντ βρίσκονται αναπάντεχα μαζί στα πλοία της αποστολής χωρίς να γνωρίζουν αρχικά ο ένας τον άλλον, αλλά σύντομα ο Ρίτσαρντ μαθαίνει ποιος ακριβώς είναι ο Φρανκ. Συγκρατώντας αρχικά την οργή του για χάρη του καπετάνιου του, που είναι και καλός του φίλος, ο Ρίτσαρντ βρίσκεται τελικά αντιμέτωπος όχι με τον Φρανκ αλλά με τον ίδιο του τον εαυτό, κι ενώ πίσω στην Αγγλία η διαίσθηση της Κλάρα την βεβαιώνει ότι θα γίνει το ανεπανόρθωτο, η εξέλιξη και η κατάληξη της ιστορίας είναι πέρα για πέρα ανατρεπτική.
Αν και η νουβέλα είναι εξαιρετική, με τη λυρική / γοτθική αφήγησή της και την εμβυθιστική της ατμόσφαιρα, ως θέμα και προσέγγιση, η ιστορία της θα μπορούσε άνετα να έχει αναπτυχθεί πολύ περισσότερο σε ένα μακροσκελές μυθιστόρημα, από εκείνα τα τόσο ωραία και χορταστικά της Βικτωριανής λογοτεχνίας. Ιδίως το κομμάτι που αφορά την εξέλιξη του Ρίτσαρντ και τη σχέση που ανέπτυξε με τον Φρανκ όταν ο τελευταίος βρέθηκε σχεδόν ετοιμοθάνατος να εξαρτάται από τη δική του βοήθεια (ή όχι), κάτι που μένει εκτός της αφήγησης (προφανώς γιατί στην αρχική θεατρική εκδοχή δεν υπήρχε το περιθώριο για επιπλέον σκηνές, και μάλιστα τόσο απαιτητικές από άποψη σκηνικών και τεχνικών μέσων), αλλά διαφαίνεται στο τελευταίο μέρος της νουβέλας με την κατάληξή της, θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον αν το είχε πραγματευτεί σε βάθος ένας τέτοιος μαέστρος της αφήγησης και της αποτύπωσης χαρακτήρων, όπως ο Ουίλκι Κόλινς.
Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025
Wilkie Collins: H Παγωμένη Άβυσσος
Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025
Το παλιό, καλό χειροκίνητο AI πριν το ΑΙ
Παρατηρώντας τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που φαίνεται να έχει πάρει η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κυρίως με εικόνες, κατασκευασμένες με ΑΙ, που πλασάρονται σαν αληθινές, επιχειρώντας (και αρκετές φορές καταφέρνοντας) να ξεγελάσουν το αμύητο μάτι, θυμήθηκα δύο προγραμματάκια, ιδιαίτερα προχωρημένα για την εποχή τους, τα οποία πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του 2000. Βασίζονταν σε απλές τεχνολογίες που εμπεριείχαν μεν στοιχεία τεχνητής νοημοσύνης, ήταν ωστόσο απολύτως χειροκίνητα και πέρα για πέρα δημιουργικά, και ο κάθε χρήστης / χειριστής μπορούσε να βάλει το δικό του ξεχωριστό καλλιτεχνικό ύφος, επιτυγχάνοντας μοναδικά αποτελέσματα ο καθένας, παρ' όλο που τα μέσα ήταν ίδια για όλους.
Στα τέλη του 2000, κυκλοφόρησε το Tomb Raider Chronicles, το πέμπτο video game της δημοφιλούς σειράς παιχνιδιών με ηρωίδα τη Lara Croft, σηματοδοτώντας μια ριζοσπαστική, για τα δεδομένα της εποχής, εξέλιξη στον ευρύτερο χώρο του ψηφιακού σχεδιασμού. Μαζί με το δισκάκι του παιχνιδιού, η εταιρεία παραγωγής και η ομάδα των δημιουργών (Eidos Interactive και Core Design, αντίστοιχα - ιστορικές πλέον εταιρείες με αξέχαστη παρακαταθήκη στον κόσμο των video games) είχαν συμπεριλάβει και ένα ακόμα, που ονομαζόταν Level Editor και ουσιαστικά περιείχε όλα τα εργαλεία που οι κατασκευαστές των επίσημων παιχνιδιών χρησιμοποιούσαν για να τα φτιάξουν, σαν ένα δώρο για το πιστό τους κοινό, παροτρύνοντας έτσι τους μέχρι πρότινος απλούς fans της Lara να δημιουργήσουν τις δικές τους, πρωτότυπες περιπέτειες.
Το παράθυρο εργασίας, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα, ήταν σχετικά μικρό, κι αυτό γιατί οι οθόνες εκείνης της εποχής είχαν πολύ χαμηλό resolution σε σχέση με τα θηρία που βρίσκει κανείς τώρα (ήσουν πολύ μπροστά τότε αν είχες οθόνη 1280x800, καθώς οι περισσότερες ήταν 800x600 - και να υπενθυμίσω ότι οι αναμορφικές ήταν απλά αχαρτογράφητη περιοχή). Το βασικό σχήμα που άνοιγε με το πρόγραμμα αντιπροσώπευε ένα βασικό "δωμάτιο", που μπορούσε να έχει οροφή ή όχι, να είναι εσωτερικού ή εξωτερικού χώρου και ανάλογα να περιέχει τα σχετικά αντικείμενα. Ξεκινώντας λοιπόν από ένα κενό δωμάτιο, μπορούσε κανείς να το "χτίσει" σιγά-σιγά, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του προγράμματος αρχικά, και στη συνέχεια ό,τι μπορούσε να φανταστεί.
Fast-forward στο 2006, χρονιά κυκλοφορίας του Tomb Raider Legend - άλλη μια χρονιά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σταθμός για την αγαπημένη μας σειρά, καθώς το Legend ήταν το πρώτο παιχνίδι της επόμενης γενιάς του Tomb Raider, με την εταιρεία Crystal Dynamics να αναλαμβάνει την αναγέννησή του και την προσαρμογή του στα νέα δεδομένα. Η τεχνολογία του Legend σε σχέση με τα προηγούμενα, κλασικά πλέον, video games της σειράς ήταν τόσο προχωρημένη αλλά παράλληλα και τόσο εύκολα κατανοητή, που λίγο καιρό αργότερα συνετέλεσε στην δημιουργία μιας μικρής, απλής αλλά θαυματουργής εφαρμογής με την ονομασία XNALara, από τον Dusan Pavlicek. Βασισμένη, όπως φαίνεται και από το όνομά της, στην τεχνολογία XNA, η εφαρμογή αυτή μετεξελίχθηκε σε ένα εξαιρετικό, πολυχρηστικό εργαλείο, χάρις στο οποίο μπορούσε κανείς να επεξεργαστεί απευθείας τα αυθεντικά μοντέλα (συμπεριλαμβανομένων και των χαρακτήρων) σχεδόν όλων των video games που κυκλοφορούσαν, και πλέον όχι μόνο των Tomb Raiders.
Όπως και το Tomb Raider Level Editor, έτσι και το XNALara (το οποίο αρκετά χρόνια αργότερα μετονομάστηκε σε XPS) είχε ένα πολύ απλό interface και ήταν κι αυτό παραμετροποιήσιμο. Ωστόσο για να μπορέσει κανείς να "φορτώσει" τα διάφορα μοντέλα στο γραφικό περιβάλλον του προγράμματος, έπρεπε πρώτα να τα "εξαγάγει" από τα αρχεία των παιχνιδιών, μια διαδικασία που απαιτούσε απαραίτητα τη χρήση άλλων προγραμμάτων, αρκετά απλών στη χρήση αλλά ιδιαίτερα εξειδικευμένων όσον αφορούσε τις εντολές τους και τα επιμέρους στοιχεία τους, ενώ το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν εκείνο που αφορούσε την τοποθέτηση "σκελετού", στα μοντέλα των χαρακτήρων συγκεκριμένα, ούτως ώστε να είναι εφικτή, μέσα στο XPS, η δημιουργία της κίνησής τους. Όλο αυτό απαιτούσε κάποιες επιπλέον γνώσεις, που μπορούσε ωστόσο κανείς να τις αποκτήσει με το ψάξιμο και την πρακτική, αν και το Blender, το βασικό πρόγραμμα που, αρχικά τουλάχιστον, ήταν απαραίτητο γι' αυτό το βήμα, ήταν εξαιρετικά δύσχρηστο και αχρείαστα ακατανόητο σαν γραφικό περιβάλλον (γιατί άπαξ και έμπαινες στο νόημα, δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο στη χρήση, απλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο οι εντολές και τα μενού του ήταν οριακά γρίφοι). Αλλά η χρήση του XPS συγκεκριμένα μπορούσε να γίνει από τον οποιονδήποτε. Από τη στιγμή δηλαδή που είχες ένα ολοκληρωμένο μοντέλο στα χέρια σου, είτε εξαγάγοντάς το εσύ με κάποιον τρόπο είτε βρίσκοντάς το έτοιμο, και σε συνδυασμό με προγράμματα όπως το Photoshop, μπορούσες να μεγαλουργήσεις. Στο βίντεο που ακολουθεί, δείχνω μια απλή διαδικασία "ποζαρίσματος" ενός μοντέλου και ενός σκηνικού χώρου, και στη συνέχεια τη δημιουργία μιας εικόνας, συνδυάζοντας μοντέλο και σκηνικό στο Photoshop.
Kaijune Art Challenge
Η καλλιτεχνική πρόκληση του Ιουνίου είναι το Kaijune, μια ονομασία που αποτελεί λογοπαίγνιο / blend, μιας και εμπνέεται από την ιαπωνική λέξη kaiju που σημαίνει τέρας, τερατόμορφο πλάσμα, σε συνδυασμό με το όνομα του μήνα. Κάπως έτσι λοιπόν προέκυψε το Kaijune, όπου συμμετείχα με το ζωόφυτο Alga Cyclopea / Κυκλώπειος Άλγη, με πηγή έμπνευσής μου τα σχέδια του χειρογράφου Voynich. H συμμετοχή της Μάριον εδώ.
Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025
"Bubbles" Art Challenge
Κυριακή 1 Ιουνίου 2025
1°S 33°E
1°S 33°E
(Από την ποιητική μου συλλογή "Το Δρεπάνι και το Φεγγάρι")
Είδα σαν μέσα σ’ όνειρο στον πυρετό της άμμου,
κάτω από μια πανσέληνο υγρή, πυρακτωμένη,
ένα στοιχειό αιμάτινο με γλώσσα φλογισμένη
να ορμάει και να μπλέκεται αλυχτώντας στα μαλλιά μου,
να βάζει μες στο χέρι μου ένα φτερό από χήνα,
να βγάζει απ’ το στόμα του αστρικές συντεταγμένες,
χωρίς να ξέρω πώς, μετά να τις βλέπω γραμμένες
στους χάρτες που μελέταγα πριν χρόνια στη Μεδίνα.
Στη Μουάνζα κάποιος μου έδωσε ένα παλιό λυχνάρι
που φώτιζε αλλόκοτα τα μάτια στο σκοτάδι,
θύελλες που ουρλιάζανε ξεσήκωνε το βράδι,
μες στην καρδιά του Χαρματάν πετούσε στο φεγγάρι.
Κι εγώ στις παραισθήσεις μου έβλεπα το ποτάμι
σαν δαίμονα πανέμορφο να παίρνει την ψυχή μου,
να την προσφέρει άπληστα στον συνπερπατητή μου
που έπαιζε τα ζάρια του σφιχτά μες στην παλάμη.
Έγραψα το ποίημα αυτό εμπνευσμένη από την συναρπαστική αληθινή ιστορία της αναζήτησης των πηγών του Νείλου από τον πολυπράγμονα διανοούμενο Sir Richard Burton και τον εξερευνητή αξιωματικό John Hanning Speke, το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο 1856 και το 1859. Ο Burton και ο Speke, φαινομενικά αταίριαστοι και προερχόμενοι από διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους, ανακάλυψαν πολλά κοινά μεταξύ τους στοιχεία κατά τη διάρκεια της πολύχρονης αυτής εξερεύνησης η οποία είχε χρηματοδοτηθεί και στηριχθεί εν μέρει από την Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας. Αν και ο καθένας τους είχε διαφορετικά βαθύτερα κίνητρα για να επιθυμεί την επιτυχία αυτής της επιχείρησης, για κανέναν δεν ήταν αυτοσκοπός η αναμενόμενη δόξα που θα αποκτούσαν, καθώς και οι δύο ήταν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ιδεαλιστές και στην ουσία άνθρωποι που δεν χωρούσαν μέσα στα περιοριστικά πλαίσια και τα στερεότυπα της συντηρητικής κοινωνίας της εποχής τους. Ιδίως ο Burton ήταν ένα ανυπότακτο πνεύμα που δεν έμπαινε σε καλούπια και δεν έκανε κανέναν συμβιβασμό. Από την άλλη ο Speke, πιο συνεσταλμένος και κάπως ακοινώνητος, δυσκολευόταν περισσότερο να εκφραστεί ελεύθερα καθώς είχε γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στους γεμάτους περιορισμούς κύκλους της υψηλής κοινωνίας της Βικτωριανής Αγγλίας. Πέρα από την κοινή τους αγάπη για την εξερεύνηση αυτή καθαυτή, η αίσθηση της ελευθερίας που ερχόταν αναπόφευκτα μαζί με την ταξιδιωτική εμπειρία της αναζήτησης τους έδινε συνεχώς δύναμη για να την συνεχίζουν. Ωστόσο πολιτικοκοινωνικές δυνάμεις πέρα από τους ίδιους, καθώς και συμφέροντα χορηγών και άλλων παραγόντων, έπαιξαν έναν πολύ άσχημο ρόλο στην εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, με αποτέλεσμα οι δύο αυτοί άνθρωποι που είχαν γίνει σχεδόν αδελφικοί φίλοι να ψυχρανθούν μεταξύ τους, με τραγικά αποτελέσματα για τον John Hanning Speke. Το 1990, o Bob Raffelson γύρισε την υπέροχη ταινία "Τα Βουνά του Φεγγαριού" με θέμα αυτή την ιστορία, όπου πρωταγωνιστούσαν ο Patrick Bergin στον ρόλο του Burton και ο Iain Glenn στον ρόλο του Speke. Βουνά του Φεγγαριού έχει ονομαστεί η οροσειρά που βρίσκεται κοντά στις πηγές του Νείλου. Ο τίτλος του ποιήματός μου είναι οι συντεταγμένες της Λίμνης Βικτώρια, όπου, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, βρίσκονταν οι πηγές του Νείλου. Στην πραγματικότητα, όπως αποδείχτηκε αργότερα, οι πηγές του Νείλου βρίσκονται κυρίως στη Λίμνη Τάνα, κάτι που ο Speke υποστήριζε σχεδόν από την αρχή.
![]() |
O Patrick Bergin (αριστερά) και ο Iain Glenn ως Sir Richard Burton και John Hanning Speke αντίστοιχα, από την ταινία του Bob Raffelson "Τα Βουνά του Φεγγαριού". |
Τετάρτη 23 Απριλίου 2025
Στης Φλάνδρας τους αγρούς (John McCrae)
ΣΤΗΣ ΦΛΑΝΔΡΑΣ ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ
Παπαρούνες ανθίζουν στης Φλάνδρας τους αγρούς
Σειρές – σειρές ανάμεσα από τους σταυρούς
Δείχνουν πού αναπαυόμαστε – και στον ουρανό
Κορυδαλλοί πετούν μ’ ένα τραγούδι θαρρετό
Που πνίγεται μέσα στους πυροβολισμούς.
Νεκροί είμαστε τώρα. Δεν πάει καιρός
Που ζούσαμε, και χαθήκαμε στης δύσης το γλυκό φως
Αγαπήσαμε, αγαπηθήκαμε, και τώρα αναπαυόμαστε
Στης Φλάνδρας τους αγρούς.
Σειρά σου τώρα να πολεμήσεις τον εχθρό:
τα ισχνά μας χέρια σου παραδίνουν τον δαυλό
Έχε το νου σου ψηλά να τον κρατήσεις.
Εμάς που πεθαίνουμε, αν μας λησμονήσεις,
Κι ας ανθίζουν παπαρούνες, ύπνο δεν θα ’βρουμε παντοτινό
Στης Φλάνδρας τους αγρούς.
Τετάρτη 16 Απριλίου 2025
Η Κάμπια (Rubén Darío)
Λες και, ενώ μιλούσε για τον Μπενβενούτο Τσελίνι, κάποιος χαμογέλασε ειρωνικά με τη μαρτυρία του μεγάλου αρχιτέκτονα στην Αυτοβιογραφία του ότι είδε μια φορά μια σαλαμάνδρα, ο Ισαάκ Κομοδάνο είπε:
-Μη χαμογελάτε. Ορκίζομαι ότι κι εγώ έχω δει, όπως σας βλέπω και με βλέπετε, όχι βέβαια σαλαμάνδρα, αλλά μια κάμπια ή έμπουσα.
Θα σας αφηγηθώ με λίγα λόγια το περιστατικό.
Γεννήθηκα σ’ έναν τόπο όπου, όπως σ’ όλη σχεδόν την Αμερική, ο κόσμος καταπιανόταν με τη μαγεία και οι μάγοι επικοινωνούσαν με τις αόρατες δυνάμεις. Οι μυστηριώδεις ιθαγενείς δεν αφανίστηκαν όταν κατέφθασαν οι κατακτητές. Ίσα ίσα μάλιστα, με την έλευση του καθολικισμού, έγινε πλέον συνήθεια η επίκληση υπερφυσικών δυνάμεων, η πίστη στο δαιμονισμό και στο κακό μάτι. Και θυμάμαι πολύ καλά πως στην πόλη όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, ο κόσμος μιλούσε για διαβολικά στοιχειά, για φαντάσματα και για πνεύματα λες κι επρόκειτο για πράγματα πολύ συνηθισμένα. Θα σας πω μερικά παραδείγματα για να καταλάβετε: το φάντασμα ενός Ισπανού συνταγματάρχη εμφανίστηκε μια μέρα στο γιο μιας φτωχής οικογένειας, η οποία ζούσε στη γειτονιά μου, και του φανέρωσε ένα θησαυρό θαμμένο στην αυλή. Το παιδί έμεινε στον τόπο όταν αντίκρισε αυτό το αλλόκοτο θέαμα, αλλά η οικογένειά του έγινε ζάπλουτη, κι οι απόγονοί της έχουν ακόμα ένα σωρό λεφτά. Ένας επίσκοπος, πάλι, είδε μπροστά του έναν άλλον επίσκοπο ο οποίος του υπέδειξε ένα μέρος όπου βρισκόταν ένα έγγραφο που για χρόνια ήταν χαμένο στα αρχεία του Καθεδρικού ναού. Μια άλλη φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε σε μια γυναίκα μπαίνοντας από το παράθυρό της, κι εγώ το ξέρω καλά το σπίτι της. Η γιαγιά μου έπαιρνε όρκο πως τις νύχτες έκανε την εμφάνισή του ένας φρικτός καλόγερος χωρίς κεφάλι, μ’ ένα χέρι τεράστιο και τριχωτό, ο οποίος τριγυρνούσε μόνος, σαν κολασμένη αράχνη. Όλα αυτά μόνο ακουστά τα έχω, από τότε που ήμουν παιδί. Αυτό όμως που είδα, αυτό που έπιασα με τα χέρια μου, το έζησα στα δεκαπέντε μου χρόνια. Αυτό που εγώ είδα κι έπιασα με τα χέρια μου, ήταν κάτι απ’ τον κόσμο των σκιών και των σκοτεινών μυστηρίων.
Σ’ εκείνη την πόλη, όπως σε κάποιες ισπανικές πόλεις της επαρχίας, όλοι οι γείτονες κλείδωναν τις πόρτες τους στις οχτώ και το αργότερο στις εννιά το βράδυ. Οι δρόμοι έμεναν έρημοι και σιωπηλοί. Ο μοναδικός ήχος ήταν το χουχούτισμα καμιάς κουκουβάγιας πάνω σε κάποιο γείσο ή το γάβγισμα κανενός σκυλιού πέρα μακριά.
Όποιος έβγαινε έξω για να φωνάξει το γιατρό ή τον παπά ή για άλλη νυχτερινή ανάγκη, έπρεπε να περπατήσει δύσβατα σοκάκια γεμάτα λακκούβες τα οποία ίσα που φωτίζονταν από τις λάμπες πετρελαίου που έριχναν το λιγοστό τους φως κρεμασμένες στους φανοστάτες.
Kαμιά φορά, ακουγόταν μια ηχώ από μουσική και τραγούδια. Ήταν καντάδες ισπανικού τύπου, άριες και ρομάντζες γεμάτες γλυκόλογα που απηύθυνε ο νέος στην καλή του με τη συνοδεία μιας κιθάρας. Αυτές οι καντάδες είχαν πολλές παραλλαγές στην εκτέλεσή τους: τις τραγουδούσε ο ίδιος ο ερωτευμένος νέος με την κιθάρα του, αλλά μπορούσε να κάνει το ίδιο και μια μικρή μπάντα, ένα κουαρτέτο ή ένα σεπτέτο, μέχρι και ολόκληρη ορχήστρα με πιάνο ήταν ικανός να φέρει ο νέος, εφόσον είχε λεφτά, για να παίξει κάτω απ’ τα παράθυρα της δεσποσύνης των ονείρων του.
Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών, γεμάτος ανησυχίες για με τη ζωή και τον κόσμο. Και μια απ’ τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες μου ήταν να μπορέσω να βγω στο δρόμο και να τρυπώσω σε κάποια απ’ αυτές τις παρέες των κανταδόρων. Πώς όμως θα τα κατάφερνα;
Η αδερφή της γιαγιάς μου, που με φρόντιζε από παιδάκι, κάθε φορά που τέλειωνε τις προσευχές της έκανε επιθεώρηση σ’ όλο το σπίτι, κλείδωνε όλες τις πόρτες, έπαιρνε τα κλειδιά και πήγαινε για ύπνο μόνο όταν σιγουρευόταν πως είχα αποκοιμηθεί κάτω από την κουνουπιέρα μου. Μια μέρα, που λέτε, έμαθα πως το βράδι θα γινόταν καντάδα. Σα να μην έφτανε αυτό, ένας φίλος μου, που ήταν συνομήλικός μου, θα πήγαινε στη γιορτή και μου είχε περιγράψει τη μαγική της ατμόσφαιρα με τα πιο ζωηρά χρώματα. Ήμουν πολύ ανήσυχος ώσπου να νυχτώσει, γιατί σκεφτόμουν και κατέστρωνα το σχέδιο της απόδρασής μου. Κι έτσι, όταν έφυγαν οι επισκέπτες της γιαγιάς μου – ανάμεσά τους ήταν ένας παπάς και δυο δικηγόροι – που έρχονταν συχνά πυκνά για να μιλήσουν για τα πολιτικά ή για να παίξουν χαρτιά μαζί της, αφού λοιπόν τέλειωσε τις προσευχές της κι όλοι έπεσαν για ύπνο, το μόνο που με απασχολούσε ήταν να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιό μου: να βουτήξω ένα κλειδί απ’ τη σεβάσμια κυρία.
Το έκανα μετά από τρεις ώρες, και μάλιστα με μεγάλη ευκολία, γιατί ήξερα πού άφηνε τα κλειδιά κι επιπλέον κοιμόταν του καλού καιρού. Έχοντάς το πια στην κατοχή μου και ξέροντας σε ποια πόρτα αντιστοιχούσε, κατάφερα τελικά να βγω στο δρόμο τη στιγμή ακριβώς που άρχιζαν από μακριά ν’ ακούγονται οι νότες των βιολιών, των φλάουτων και των βιολοντσέλων. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα αληθινός άντρας. Ακολουθώντας τη μελωδία, έφτασα γρήγορα στο μέρος όπου γινόταν η καντάδα. Όσο έπαιζαν οι μουσικοί, οι παρευρισκόμενοι έπιναν μπύρες και ηδύποτα. Ύστερα ένας ράφτης, που έκανε τον τενόρο, άρχισε να τραγουδάει Στο φως του χλωμού φεγγαριού και στη συνέχεια Θυμάσαι τότε που η αυγή… Μπαίνω σε τόσες λεπτομέρειες για να καταλάβετε πόσο έντονα έχει τυπωθεί στη μνήμη μου εκείνη η νύχτα που μου συνέβη το παράξενο περιστατικό. Όταν τέλειωσαν τη καντάδα τους προς τη μια Δουλτσινέα, αποφάσισαν να στηθούν κάτω απ’ τα παράθυρα μιας άλλης. Περάσαμε απ’ την πλατεία του Καθεδρικού ναού. Και τότε… Σας είπα πριν πως ήμουν δεκαπέντε χρονών, ζούσα στον Τροπικό, και μέσα μου φούντωναν επιτακτικά όλες οι ανησυχίες της εφηβείας… Και στη φυλακή του σπιτιού μου, απ’ την οποία έβγαινα μόνο για να πάω στο γυμνάσιο, με τέτοια αυστηρή επιτήρηση και με όλες αυτές τις πρωτόγονες συνήθειες, αγνοούσα όλα τα μυστήρια της ζωής. Και τότε… φανταστείτε τον ενθουσιασμό μου όταν, περνώντας απ’ την πλατεία του Καθεδρικού ναού μαζί με τους κανταδόρους, είδα, καθισμένη σ’ ένα πεζοδρόμιο, τυλιγμένη σε μια μαντίλα ίδια με κουκούλι και εκστασιασμένη, σαν παραδομένη σε κάποιο όνειρο, μια γυναίκα! Κοντοστάθηκα.
Ήταν νέα; Γριά; Ζητιάνα; Τρελή; Δε με ενδιέφερε τίποτα! Εγώ πήγαινα να κάνω την ανακάλυψη που ονειρευόμουν, να ζήσω την περιπέτεια που επιθυμούσα.
Οι κανταδόροι, στο μεταξύ, απομακρύνθηκαν.
Το φως των φαναριών της πλατείας ήταν λιγοστό. Πλησίασα. Της μίλησα. Δε θα ισχυριστώ πως της είπα λόγια τρυφερά, αλλά λόγια φλογερά και αγωνιώδη. Καθώς δεν κατάφερα να της αποσπάσω κάποια απάντηση, έσκυψα κι ακούμπησα την πλάτη αυτής της γυναίκας που δεν ήθελε να μου μιλήσει και που έκανε ό, τι μπορούσε για να μη δω το πρόσωπό της. Η αλήθεια είναι πως φέρθηκα απερίσκεπτα και αλαζονικά. Κι όταν πια νόμιζα πως είχα νικήσει, αυτή η σιλουέτα γύρισε προς το μέρος μου, αποκάλυψε το πρόσωπό της κι εμένα μου κόπηκαν τα ήπατα! Το κεφάλι της ήταν γλοιώδες και παραμορφωμένο, το ένα της μάτι κρεμόταν πάνω στο κοκαλιάρικο και μπιμπικιασμένο μάγουλό της. Μου ήρθε μια μπόχα μούχλας και αποσύνθεσης. Απ’ το αηδιαστικό της στόμα, ακούστηκε κάτι σαν βραχνό γέλιο. Και μετά αυτό το «πράγμα», κάνοντας την πιο φρικιαστική γκριμάτσα, έβγαλε έναν ήχο που θα μπορούσα να σας τον αναπαραστήσω κάπως έτσι:
-Κγκγκγκγκ!…
Μου σηκώθηκαν οι τρίχες, πετάχτηκα πάνω, ούρλιαξα μ’ όλη μου τη δύναμη κι έβαλα τις φωνές.
Όταν ήρθαν τρέχοντας κάποιοι απ’ τους κανταδόρους, το «πλάσμα» είχε εξαφανιστεί.
Σας δίνω το λόγο της τιμής μου, κατέληξε ο Ισαάκ Κοδομάνο, πως η ιστορία που σας αφηγήθηκα είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Μετάφραση από τα Ισπανικά και σχέδιο: Verina Horeanthi
Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025
H Βασίλισσα των Φυσαλίδων (Nicholas Vachel Lindsay)
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΦΥΣΑΛΙΔΩΝ
Nicholas Vachel Lindsay (1879-1931)
“Τον ήλιο ποτέ σου δεν θα φτάσεις
Με το στέμμα σου από φυσαλίδες όπως πετάς
Το άρμα σου θα λιώσει, θα γίνει ομίχλη
Τη βασιλεία σου καθώς θ’ αποχαιρετάς.”
“Μα είναι κι ο ήλιος μια φυσαλίδα,
Η γη μια ανάσα από αφρό
Στις σπηλιές μου στις ακτές της Θούλης
Ξανά κοντά μου τους καλώ.
Μετά η πίστη ορμά στους αγγέλους
Οι αγάπες στον κόσμο πέφτουν με ορμή
Γίνονται θρύψαλα κι εξανεμίζονται
Μα εγώ τις ξαναφτιάχνω απ’ την αρχή.
Πάνω στις κυματοκορφές του χάους
Τις στέλνω πάλι με νέα ζωή
Καινούργια αστέρια το δειλινό φέρνω
Για όλα εκείνα που σκάνε κάθε αυγή.
Η ψυχή μου είναι ο άνεμος της Θούλης
Το σινιάλο μου είναι το δειλινό
Κι ο ήλιος δεν είναι παρά μια φυσαλίδα,
Παιδί μου είναι εύθραυστο κι αυτό.”
μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη (Nerin Bloom)
Ο Nicholas Vachel Lindsay (1879-1931) ήταν ένας ιδιοφυής, χαρισματικός και πρωτοπόρος ποιητής, πεζογράφος και ιδιότυπος τραγουδοποιός, ο οποίος είχε συλλάβει μια ιδιαίτερα μοντέρνα και ριζοσπαστική για την εποχή του μέθοδο παρουσίασης των ποιημάτων του, απαγγέλλοντάς τα σε δημόσιους χώρους με ύφος και ερμηνεία που παρέπεμπαν σε θεατρικό δρώμενο. Επιπλέον συνήθιζε να εικονογραφεί τα έργα του με οραματικά σχέδια που ζωγράφιζε ο ίδιος. Η "Βασίλισσα των Φυσαλίδων" είναι ένα από αυτά τα εικονογραφημένα του ποιήματα.
Εμφανιζόμενη ανάρτηση
Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο (Thomas Hardy)
Η παλιά εκκλησία του Σεν Πάνκρας «Θυμάσαι τότε που βρήκαμε εκείνον τον άντρα με τα δύο κεφάλια στου Σεν Πάνκρας;» Αυτά τα λόγια ενός φίλου ...
