Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

The King Of Bubbles

Με αφορμή την πρόσφατη καλλιτεχνική πρόκληση στην οποία πήρα μέρος μαζί με τη Μάριον, σκέφτηκα να κάνω μια μικρή άσκηση ύφους, μιας και το έργο μου είναι εμπνευσμένο από και συνομιλεί με το ποίημα του Nicholas Vachel Lindsay "Τhe Queen of Bubbles" (Η Βασίλισσα των Φυσαλίδων). Το ονόμασα "The King of Bubbles" (Ο Βασιλιάς των Φυσαλίδων) και βασίζεται κυρίως στις έννοιες των αντιθέτων στα στοιχεία που αναφέρονται στο ποίημα του Lindsay. Είναι μια πάρα πολύ απλή άσκηση ύφους, κυρίως για να τονιστούν ακριβώς αυτές οι αντιθέσεις.


THE KING OF BUBBLES

-A conversation with Nicholas Vachel Lindsay’s poem “The Queen of Bubbles”


"You will never leave the moon

In your bubble-crown descending

Your chariot will drown in dust

Your crown will have no ending"


“Aye, moon is but a bubble

Sky is a field of foam

To my shores on the coast of Thule

Each day I call them home


Thence faiths draw back to demons

And hatreds draws back to men

They all grow back from nothing

But I break them down again


On the steep hills of abyss

I drag them down reborn

New suns I bring at daybreak

For those that die before morn


My heart is the fire of Thule

And morning is the sign

The moon is but a bubble

A fragile child of mine”



THE QUEEN OF BUBBLES (Nicholas Vachel Lindsay)


"You will never reach the sun

In your bubble-crown ascending

Your chariot will melt to mist

Your crown will have an ending."


"Nay, sun is but a bubble

Earth is a whiff of foam

To my caves on the coast of Thule

Each night I call them home.


Thence faiths blow forth to angels

And loves blow forth to men

They break and turn to nothing

But I make them whole again.


On the crested waves of chaos

I ride them back reborn

New stars I bring at evening

For those that burst at morn;


My soul is the wind of Thule

And evening is the sign

The sun is but a bubble

A fragile child of mine." 

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

"Bubbles" Art Challenge


Άλλη μία καλλιτεχνική πρόκληση που κάναμε με τη Μάριον, αυτή τη φορά με θέμα τις Φυσαλίδες (Bubbles). To έργο μου ονομάζεται The King Of Bubbles (O Βασιλιάς των Φυσαλίδων) αποτελεί φόρο τιμής στο ποίημα του Nicholas Vachel Lindsay "H Βασίλισσα των Φυσαλίδων", με το οποίο κατά κάποιον τρόπο συνομιλεί. Το έργο της Μάριον εδώ.


Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

1°S 33°E

1°S 33°E

(Από την ποιητική μου συλλογή "Το Δρεπάνι και το Φεγγάρι")


Είδα σαν μέσα σ’ όνειρο στον πυρετό της άμμου,

κάτω από μια πανσέληνο υγρή, πυρακτωμένη,

ένα στοιχειό αιμάτινο με γλώσσα φλογισμένη

να ορμάει και να μπλέκεται αλυχτώντας στα μαλλιά μου,


να βάζει μες στο χέρι μου ένα φτερό από χήνα,

να βγάζει απ’ το στόμα του αστρικές συντεταγμένες,

χωρίς να ξέρω πώς, μετά να τις βλέπω γραμμένες

στους χάρτες που μελέταγα πριν χρόνια στη Μεδίνα.


Στη Μουάνζα κάποιος μου έδωσε ένα παλιό λυχνάρι

που φώτιζε αλλόκοτα τα μάτια στο σκοτάδι,

θύελλες που ουρλιάζανε ξεσήκωνε το βράδι,

μες στην καρδιά του Χαρματάν πετούσε στο φεγγάρι.


Κι εγώ στις παραισθήσεις μου έβλεπα το ποτάμι

σαν δαίμονα πανέμορφο να παίρνει την ψυχή μου,

να την προσφέρει άπληστα στον συνπερπατητή μου

που έπαιζε τα ζάρια του σφιχτά μες στην παλάμη.

Έγραψα το ποίημα αυτό εμπνευσμένη από την συναρπαστική αληθινή ιστορία της αναζήτησης των πηγών του Νείλου από τον πολυπράγμονα διανοούμενο Sir Richard Burton και τον εξερευνητή αξιωματικό John Hanning Speke, το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο 1856 και το 1859. Ο Burton και ο Speke, φαινομενικά αταίριαστοι και προερχόμενοι από διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους, ανακάλυψαν πολλά κοινά μεταξύ τους στοιχεία κατά τη διάρκεια της πολύχρονης αυτής εξερεύνησης η οποία είχε χρηματοδοτηθεί και στηριχθεί εν μέρει από την Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας. Αν και ο καθένας τους είχε διαφορετικά βαθύτερα κίνητρα για να επιθυμεί την επιτυχία αυτής της επιχείρησης, για κανέναν δεν ήταν αυτοσκοπός η αναμενόμενη δόξα που θα αποκτούσαν, καθώς και οι δύο ήταν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ιδεαλιστές και στην ουσία άνθρωποι που δεν χωρούσαν μέσα στα περιοριστικά πλαίσια και τα στερεότυπα της συντηρητικής κοινωνίας της εποχής τους. Ιδίως ο Burton ήταν ένα ανυπότακτο πνεύμα που δεν έμπαινε σε καλούπια και δεν έκανε κανέναν συμβιβασμό. Από την άλλη ο Speke, πιο συνεσταλμένος και κάπως ακοινώνητος, δυσκολευόταν περισσότερο να εκφραστεί ελεύθερα καθώς είχε γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στους γεμάτους περιορισμούς κύκλους της υψηλής κοινωνίας της Βικτωριανής Αγγλίας. Πέρα από την κοινή τους αγάπη για την εξερεύνηση αυτή καθαυτή, η αίσθηση της ελευθερίας που ερχόταν αναπόφευκτα μαζί με την ταξιδιωτική εμπειρία της αναζήτησης τους έδινε συνεχώς δύναμη για να την συνεχίζουν. Ωστόσο πολιτικοκοινωνικές δυνάμεις πέρα από τους ίδιους, καθώς και συμφέροντα χορηγών και άλλων παραγόντων, έπαιξαν έναν πολύ άσχημο ρόλο στην εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, με αποτέλεσμα οι δύο αυτοί άνθρωποι που είχαν γίνει σχεδόν αδελφικοί φίλοι να ψυχρανθούν μεταξύ τους, με τραγικά αποτελέσματα για τον John Hanning Speke. Το 1990, o Bob Raffelson γύρισε την υπέροχη ταινία "Τα Βουνά του Φεγγαριού" με θέμα αυτή την ιστορία, όπου πρωταγωνιστούσαν ο Patrick Bergin στον ρόλο του Burton και ο Iain Glenn στον ρόλο του Speke. Βουνά του Φεγγαριού έχει ονομαστεί η οροσειρά που βρίσκεται κοντά στις πηγές του Νείλου. Ο τίτλος του ποιήματός μου είναι οι συντεταγμένες της Λίμνης Βικτώρια, όπου, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, βρίσκονταν οι πηγές του Νείλου. Στην πραγματικότητα, όπως αποδείχτηκε αργότερα, οι πηγές του Νείλου βρίσκονται κυρίως στη Λίμνη Τάνα, κάτι που ο Speke υποστήριζε σχεδόν από την αρχή.

O Patrick Bergin (αριστερά) και ο Iain Glenn ως Sir Richard Burton
και John Hanning Speke αντίστοιχα, από την ταινία του Bob Raffelson
"Τα Βουνά του Φεγγαριού".

Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

Στης Φλάνδρας τους αγρούς (John McCrae)


ΣΤΗΣ ΦΛΑΝΔΡΑΣ ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ

Παπαρούνες ανθίζουν στης Φλάνδρας τους αγρούς
Σειρές – σειρές ανάμεσα από τους σταυρούς
Δείχνουν πού αναπαυόμαστε – και στον ουρανό
Κορυδαλλοί πετούν μ’ ένα τραγούδι θαρρετό
Που πνίγεται μέσα στους πυροβολισμούς.

Νεκροί είμαστε τώρα. Δεν πάει καιρός
Που ζούσαμε, και χαθήκαμε στης δύσης το γλυκό φως
Αγαπήσαμε, αγαπηθήκαμε, και τώρα αναπαυόμαστε
Στης Φλάνδρας τους αγρούς.

Σειρά σου τώρα να πολεμήσεις τον εχθρό:
τα ισχνά μας χέρια σου παραδίνουν τον δαυλό
Έχε το νου σου ψηλά να τον κρατήσεις.
Εμάς που πεθαίνουμε, αν μας λησμονήσεις,
Κι ας ανθίζουν παπαρούνες, ύπνο δεν θα ’βρουμε παντοτινό
Στης Φλάνδρας τους αγρούς.

O John McCrae, Καναδός ποιητής και στρατιωτικός γιατρός, έγραψε το εμβληματικό ποίημα "In Flanders Fields" μέσα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 3 Μαϊου του 1915, με αφορμή τον θάνατο του καλού του φίλου Alexis Helmer, o οποίος είχε μόλις σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Μάχης του Υπρ, στη φλαμανδική επαρχία της Δυτικής Φλάνδρας. Ο McCrae είχε τον βαθμό του συνταγματάρχη, και πρόσφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες στα στρατεύματα. Ήταν εκείνος που τέλεσε την κηδεία του φίλου του, και παρατήρησε πόσο γρήγορα μεγάλωναν οι παπαρούνες γύρω από τους τάφους των νεκρών του Υπρ. Συνέθεσε το ποίημα λίγο αργότερα, κοιτώντας συνεχώς, σύμφωνα με μαρτυρίες, τον τάφο του φίλου του. 


 



Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Η Κάμπια (Rubén Darío)

Λες και, ενώ μιλούσε για τον Μπενβενούτο Τσελίνι, κάποιος χαμογέλασε ειρωνικά με τη μαρτυρία του μεγάλου αρχιτέκτονα στην Αυτοβιογραφία του ότι είδε μια φορά μια σαλαμάνδρα, ο Ισαάκ Κομοδάνο είπε:

-Μη χαμογελάτε. Ορκίζομαι ότι κι εγώ έχω δει, όπως σας βλέπω και με βλέπετε, όχι βέβαια σαλαμάνδρα, αλλά μια κάμπια ή έμπουσα.

Θα σας αφηγηθώ με λίγα λόγια το περιστατικό.

Γεννήθηκα σ’ έναν τόπο όπου, όπως σ’ όλη σχεδόν την Αμερική, ο κόσμος καταπιανόταν με τη μαγεία και οι μάγοι επικοινωνούσαν με τις αόρατες δυνάμεις. Οι μυστηριώδεις ιθαγενείς δεν αφανίστηκαν όταν κατέφθασαν οι κατακτητές. Ίσα ίσα μάλιστα, με την έλευση του καθολικισμού, έγινε πλέον συνήθεια η επίκληση υπερφυσικών δυνάμεων, η πίστη στο δαιμονισμό και στο κακό μάτι. Και θυμάμαι πολύ καλά πως στην πόλη όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, ο κόσμος μιλούσε για διαβολικά στοιχειά, για φαντάσματα και για πνεύματα λες κι επρόκειτο για πράγματα πολύ συνηθισμένα. Θα σας πω μερικά παραδείγματα για να καταλάβετε: το φάντασμα ενός Ισπανού συνταγματάρχη εμφανίστηκε μια μέρα στο γιο μιας φτωχής οικογένειας, η οποία ζούσε στη γειτονιά μου, και του φανέρωσε ένα θησαυρό θαμμένο στην αυλή. Το παιδί έμεινε στον τόπο όταν αντίκρισε αυτό το αλλόκοτο θέαμα, αλλά η οικογένειά του έγινε ζάπλουτη, κι οι απόγονοί της έχουν ακόμα ένα σωρό λεφτά. Ένας επίσκοπος, πάλι, είδε μπροστά του έναν άλλον επίσκοπο ο οποίος του υπέδειξε ένα μέρος όπου βρισκόταν ένα έγγραφο που για χρόνια ήταν χαμένο στα αρχεία του Καθεδρικού ναού. Μια άλλη φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε σε μια γυναίκα μπαίνοντας από το παράθυρό της, κι εγώ το ξέρω καλά το σπίτι της. Η γιαγιά μου έπαιρνε όρκο πως τις νύχτες έκανε την εμφάνισή του ένας φρικτός καλόγερος χωρίς κεφάλι, μ’ ένα χέρι τεράστιο και τριχωτό, ο οποίος τριγυρνούσε μόνος, σαν κολασμένη αράχνη. Όλα αυτά μόνο ακουστά τα έχω, από τότε που ήμουν παιδί. Αυτό όμως που είδα, αυτό που έπιασα με τα χέρια μου, το έζησα στα δεκαπέντε μου χρόνια. Αυτό που εγώ είδα κι έπιασα με τα χέρια μου, ήταν κάτι απ’ τον κόσμο των σκιών και των σκοτεινών μυστηρίων.

Σ’ εκείνη την πόλη, όπως σε κάποιες ισπανικές πόλεις της επαρχίας, όλοι οι γείτονες κλείδωναν τις πόρτες τους στις οχτώ και το αργότερο στις εννιά το βράδυ. Οι δρόμοι έμεναν έρημοι και σιωπηλοί. Ο μοναδικός ήχος ήταν το χουχούτισμα καμιάς κουκουβάγιας πάνω σε κάποιο γείσο ή το γάβγισμα κανενός σκυλιού πέρα μακριά.

Όποιος έβγαινε έξω για να φωνάξει το γιατρό ή τον παπά ή για άλλη νυχτερινή ανάγκη, έπρεπε να περπατήσει δύσβατα σοκάκια γεμάτα λακκούβες τα οποία ίσα που φωτίζονταν από τις λάμπες πετρελαίου που έριχναν το λιγοστό τους φως κρεμασμένες στους φανοστάτες.

Kαμιά φορά, ακουγόταν μια ηχώ από μουσική και τραγούδια. Ήταν καντάδες ισπανικού τύπου, άριες και ρομάντζες γεμάτες γλυκόλογα που απηύθυνε ο νέος στην καλή του με τη συνοδεία μιας κιθάρας. Αυτές οι καντάδες είχαν πολλές παραλλαγές στην εκτέλεσή τους: τις τραγουδούσε ο ίδιος ο ερωτευμένος νέος με την κιθάρα του, αλλά μπορούσε να κάνει το ίδιο και μια μικρή μπάντα, ένα κουαρτέτο ή ένα σεπτέτο, μέχρι και ολόκληρη ορχήστρα με πιάνο ήταν ικανός να φέρει ο νέος, εφόσον είχε λεφτά, για να παίξει κάτω απ’ τα παράθυρα της δεσποσύνης των ονείρων του.

Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών, γεμάτος ανησυχίες για με τη ζωή και τον κόσμο. Και μια απ’ τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες μου ήταν να μπορέσω να βγω στο δρόμο και να τρυπώσω σε κάποια απ’ αυτές τις παρέες των κανταδόρων. Πώς όμως θα τα κατάφερνα;

Η αδερφή της γιαγιάς μου, που με φρόντιζε από παιδάκι, κάθε φορά που τέλειωνε τις προσευχές της έκανε επιθεώρηση σ’ όλο το σπίτι, κλείδωνε όλες τις πόρτες, έπαιρνε τα κλειδιά και πήγαινε για ύπνο μόνο όταν σιγουρευόταν πως είχα αποκοιμηθεί κάτω από την κουνουπιέρα μου. Μια μέρα, που λέτε, έμαθα πως το βράδι θα γινόταν καντάδα. Σα να μην έφτανε αυτό, ένας φίλος μου, που ήταν συνομήλικός μου, θα πήγαινε στη γιορτή και μου είχε περιγράψει τη μαγική της ατμόσφαιρα με τα πιο ζωηρά χρώματα. Ήμουν πολύ ανήσυχος ώσπου να νυχτώσει, γιατί σκεφτόμουν και κατέστρωνα το σχέδιο της απόδρασής μου. Κι έτσι, όταν έφυγαν οι επισκέπτες της γιαγιάς μου – ανάμεσά τους ήταν ένας παπάς και δυο δικηγόροι – που έρχονταν συχνά πυκνά για να μιλήσουν για τα πολιτικά ή για να παίξουν χαρτιά μαζί της, αφού λοιπόν τέλειωσε τις προσευχές της κι όλοι έπεσαν για ύπνο, το μόνο που με απασχολούσε ήταν να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιό μου: να βουτήξω ένα κλειδί απ’ τη σεβάσμια κυρία.

Το έκανα μετά από τρεις ώρες, και μάλιστα με μεγάλη ευκολία, γιατί ήξερα πού άφηνε τα κλειδιά κι επιπλέον κοιμόταν του καλού καιρού. Έχοντάς το πια στην κατοχή μου και ξέροντας σε ποια πόρτα αντιστοιχούσε, κατάφερα τελικά να βγω στο δρόμο τη στιγμή ακριβώς που άρχιζαν από μακριά ν’ ακούγονται οι νότες των βιολιών, των φλάουτων και των βιολοντσέλων. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα αληθινός άντρας. Ακολουθώντας τη μελωδία, έφτασα γρήγορα στο μέρος όπου γινόταν η καντάδα. Όσο έπαιζαν οι μουσικοί, οι παρευρισκόμενοι έπιναν μπύρες και ηδύποτα. Ύστερα ένας ράφτης, που έκανε τον τενόρο, άρχισε να τραγουδάει Στο φως του χλωμού φεγγαριού και στη συνέχεια Θυμάσαι τότε που η αυγή… Μπαίνω σε τόσες λεπτομέρειες για να καταλάβετε πόσο έντονα έχει τυπωθεί στη μνήμη μου εκείνη η νύχτα που μου συνέβη το παράξενο περιστατικό. Όταν τέλειωσαν τη καντάδα τους προς τη μια Δουλτσινέα, αποφάσισαν να στηθούν κάτω απ’ τα παράθυρα μιας άλλης. Περάσαμε απ’ την πλατεία του Καθεδρικού ναού. Και τότε… Σας είπα πριν πως ήμουν δεκαπέντε χρονών, ζούσα στον Τροπικό, και μέσα μου φούντωναν επιτακτικά όλες οι ανησυχίες της εφηβείας… Και στη φυλακή του σπιτιού μου, απ’ την οποία έβγαινα μόνο για να πάω στο γυμνάσιο, με τέτοια αυστηρή επιτήρηση και με όλες αυτές τις πρωτόγονες συνήθειες, αγνοούσα όλα τα μυστήρια της ζωής. Και τότε… φανταστείτε τον ενθουσιασμό μου όταν, περνώντας απ’ την πλατεία του Καθεδρικού ναού μαζί με τους κανταδόρους, είδα, καθισμένη σ’ ένα πεζοδρόμιο, τυλιγμένη σε μια μαντίλα ίδια με κουκούλι και εκστασιασμένη, σαν παραδομένη σε κάποιο όνειρο, μια γυναίκα! Κοντοστάθηκα.

Ήταν νέα; Γριά; Ζητιάνα; Τρελή; Δε με ενδιέφερε τίποτα! Εγώ πήγαινα να κάνω την ανακάλυψη που ονειρευόμουν, να ζήσω την περιπέτεια που επιθυμούσα.

Οι κανταδόροι, στο μεταξύ, απομακρύνθηκαν.

Το φως των φαναριών της πλατείας ήταν λιγοστό. Πλησίασα. Της μίλησα. Δε θα ισχυριστώ πως της είπα λόγια τρυφερά, αλλά λόγια φλογερά και αγωνιώδη. Καθώς δεν κατάφερα να της αποσπάσω κάποια απάντηση, έσκυψα κι ακούμπησα την πλάτη αυτής της γυναίκας που δεν ήθελε να μου μιλήσει και που έκανε ό, τι μπορούσε για να μη δω το πρόσωπό της. Η αλήθεια είναι πως φέρθηκα απερίσκεπτα και αλαζονικά. Κι όταν πια νόμιζα πως είχα νικήσει, αυτή η σιλουέτα γύρισε προς το μέρος μου, αποκάλυψε το πρόσωπό της κι εμένα μου κόπηκαν τα ήπατα! Το κεφάλι της ήταν γλοιώδες και παραμορφωμένο, το ένα της μάτι κρεμόταν πάνω στο κοκαλιάρικο και μπιμπικιασμένο μάγουλό της. Μου ήρθε μια μπόχα μούχλας και αποσύνθεσης. Απ’ το αηδιαστικό της στόμα, ακούστηκε κάτι σαν βραχνό γέλιο. Και μετά αυτό το «πράγμα», κάνοντας την πιο φρικιαστική γκριμάτσα, έβγαλε έναν ήχο που θα μπορούσα να σας τον αναπαραστήσω κάπως έτσι:

-Κγκγκγκγκ!…

Μου σηκώθηκαν οι τρίχες, πετάχτηκα πάνω, ούρλιαξα μ’ όλη μου τη δύναμη κι έβαλα τις φωνές.

Όταν ήρθαν τρέχοντας κάποιοι απ’ τους κανταδόρους, το «πλάσμα» είχε εξαφανιστεί.

Σας δίνω το λόγο της τιμής μου, κατέληξε ο Ισαάκ Κοδομάνο, πως η ιστορία που σας αφηγήθηκα είναι πέρα για πέρα αληθινή.


Μετάφραση από τα Ισπανικά και σχέδιο: Verina Horeanthi

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

H Βασίλισσα των Φυσαλίδων (Nicholas Vachel Lindsay)

  

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΦΥΣΑΛΙΔΩΝ
Nicholas Vachel Lindsay (1879-1931)

“Τον ήλιο ποτέ σου δεν θα φτάσεις
Με το στέμμα σου από φυσαλίδες όπως πετάς
Το άρμα σου θα λιώσει, θα γίνει ομίχλη
Τη βασιλεία σου καθώς θ’ αποχαιρετάς.”

“Μα είναι κι ο ήλιος μια φυσαλίδα,
Η γη μια ανάσα από αφρό
Στις σπηλιές μου στις ακτές της Θούλης
Ξανά κοντά μου τους καλώ.

Μετά η πίστη ορμά στους αγγέλους
Οι αγάπες στον κόσμο πέφτουν με ορμή
Γίνονται θρύψαλα κι εξανεμίζονται
Μα εγώ τις ξαναφτιάχνω απ’ την αρχή.

Πάνω στις κυματοκορφές του χάους
Τις στέλνω πάλι με νέα ζωή
Καινούργια αστέρια το δειλινό φέρνω
Για όλα εκείνα που σκάνε κάθε αυγή.

Η ψυχή μου είναι ο άνεμος της Θούλης
Το σινιάλο μου είναι το δειλινό
Κι ο ήλιος δεν είναι παρά μια φυσαλίδα,
Παιδί μου είναι εύθραυστο κι αυτό.”

μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη (Nerin Bloom)

Ο Nicholas Vachel Lindsay (1879-1931) ήταν ένας ιδιοφυής, χαρισματικός και πρωτοπόρος ποιητής, πεζογράφος και ιδιότυπος τραγουδοποιός, ο οποίος είχε συλλάβει μια ιδιαίτερα μοντέρνα και ριζοσπαστική για την εποχή του μέθοδο παρουσίασης των ποιημάτων του, απαγγέλλοντάς τα σε δημόσιους χώρους με ύφος και ερμηνεία που παρέπεμπαν σε θεατρικό δρώμενο. Επιπλέον συνήθιζε να εικονογραφεί τα έργα του με οραματικά σχέδια που ζωγράφιζε ο ίδιος. Η "Βασίλισσα των Φυσαλίδων" είναι ένα από αυτά τα εικονογραφημένα του ποιήματα.

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο (Thomas Hardy)

Η παλιά εκκλησία του Σεν Πάνκρας  «Θυμάσαι τότε που βρήκαμε εκείνον τον άντρα με τα δύο κεφάλια στου Σεν Πάνκρας;» Αυτά τα λόγια ενός φίλου ...