Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Το όραμα της Λισλ Βον Ρούμαν και η τεχνητή νοημοσύνη

Όποιος έχει δει την εμβληματική πλέον ταινία του Ρόμπερτ Ζεμέκις "Ο Θάνατος Σου Πάει Πολύ" (Death Becomes Her) σίγουρα θα θυμάται εκείνη την απίθανη σεκάνς όπου μέσα στο φασματικά χαώδες αρχοντικό της Λισλ Βον Ρούμαν (της εκκεντρικής περσόνας που πουλάει στις δύο ηρωίδες το μαγικό ελιξίριο της αθανασίας) γίνεται ένα φαντασμαγορικό πάρτι στο οποίο παρευρίσκονται όλοι εκείνοι οι (μακαρίτες) θρύλοι του καλλιτεχνικού στερεώματος για τους οποίους γίνεται συχνά λόγος ότι δεν έχουν στ' αλήθεια πεθάνει, αλλά στην πραγματικότητα απλώς βρίσκονται κάπου αλλού, με άλλη ταυτότητα, με άλλη ιδιότητα, κάποιοι ίσως και με αμνησία, και άλλες θεωρίες λιγότερο ή περισσότερο εξωφρενικές. Το πάρτι της Λισλ αποκαλύπτει λοιπόν ότι όλοι αυτοί οι διάσημοι μακαρίτες στην πραγματικότητα, όταν ήρθε η στιγμή που θέλησαν να αποσυρθούν από τα φώτα της δημοσιότητας, κάπως σκηνοθέτησαν τον θάνατό τους, ήπιαν το μαγικό ελιξίριο της Λισλ και εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, βρίσκοντας καταφύγιο στο αχανές ανάκτορο της ιδιόρρυθμης αυτής κυρίας η οποία ισχυρίζεται ότι είναι εβδομηνταενός ετών, αλλά διατηρεί τη νιότη και την ομορφιά της άθικτες καθώς φρόντισε να πιει κι εκείνη το πολύτιμο ελιξήριό της στην πιο κατάλληλη ηλικία.

Στο πάρτι της Λισλ λοιπόν μπορεί κανείς να εντοπίσει πάρα πολλούς νεκρούς θρύλους, οι οποίοι έχουν κερδίσει την αθανασία χάρις στο ελιξίριό της, προφανώς ζουν τη ζωή τους πολύ πιο προσεκτικά από τις δύο ηρωίδες της ταινίας οι οποίες έφτασαν στο σημείο να ξεχαρβαλωθούν κυριολεκτικά, και απολαμβάνουν την ηρεμία της ανωνυμίας συναναστρεφόμενοι αποκλειστικά άλλες νεκρές διασημότητες, καθώς έχουν όλοι τους αυτό το κοινό μυστικό που θα τους συνδέει στην αιωνιότητα (στην κυριολεξία).

Ο Άντι Γουόρχολ, η Μέριλιν Μονρόε, ο Έλβις και ο Τζιμ Μόρισον είναι ανάμεσα στους διάσημους μακαρίτες που ο σαστισμένος Έρνεστ αντικρίζει στο πάρτι, στο οποίο βρέθηκε χωρίς να το θέλει, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα του τι γίνεται εκεί πέρα, και το μόνο που θέλει απελπισμένα είναι να βρει έναν τρόπο να το σκάσει από εκείνο το αλλόκοτο μέρος διατηρώντας απλώς την πνευματική και σωματική του ακεραιότητα.

Είδα πρόσφατα ένα βίντεο, όπου ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης είχε δημιουργήσει μια εικονική πασαρέλα όπου παρήλευναν διάσημοι καλλιτέχνες από τον χώρο της μουσικής που δεν είναι πια στη ζωή. Πέραν του ότι όλο αυτό μεταφράζεται κυριολεκτικά στο ότι η τεχνητή νοημοσύνη ακόμα και νεκρούς ανασταίνει, βλέποντας το βίντεο αμέσως μου ήρθε στο μυαλό η Λισλ Βον Ρούμαν, το επικό πάρτι της και το μυστικό της αθανασίας που έκρυβε το ελιξίριό της. Αν η Λισλ ήταν πραγματικό πρόσωπο και ζούσε στις μέρες μας, δεν θα ήταν καν ανάγκη να φτιάχνει το περίφημο αυτό ελιξίριο. Θα έβαζε μπρος ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο σε δευτερόλεπτα θα της είχε έτοιμα ολοζώντανα, κινούμενα και, γιατί όχι και ομιλούντα, ολογράμματα των νεκρών διασημοτήτων της, και θα μπορούσε να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες για δήθεν ελιξίρια σε κάθε ανυποψίαστο αφελή με μεγαλόπνοα σχέδια για το μέλλον. 

Στα παρακάτω στιγμιότυπα από το βίντεο, βλέπουμε τον Φρέντι Μέρκιουρι, τον Πρινς και τον Μπομπ Μάρλεϊ, ακμαίους και ωραίους, να κάνουν πασαρέλα. (*)
 


(*) Ολόκληρο το βίντεο υπάρχει εδώ







Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994)

Σαν σήμερα, 23 Οκτωβρίου του 1925, γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις.  

ΟΔΟΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
Στίχοι-Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994)


Κάθε κήπος έχει
μια φωλιά για τα πουλιά.
Κάθε δρόμος έχει
μια καρδιά για τα παιδιά.

Μα κυρά μου εσύ,
σαν τι να λες με την αυγή
και κοιτάς τ’ αστέρια
που όλο πέφτουν σαν βροχή.

Δώσ’ μου τα μαλλιά σου
να τα κάνω προσευχή,
για να ξαναρχίσω
το τραγούδι απ’ την αρχή.

Κάθε σπίτι κρύβει
λίγη αγάπη στη σιωπή.
Μα ένα αγόρι έχει
την αγάπη για ντροπή.

 

Φωτογραφικό κολάζ: NerinBloom (Verina X.) με το πρόγραμμα Photoshop CS4.

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Πανεπιστημιακές Αναμνήσεις

Στο δεύτερο έτος των σπουδών μου στο τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, στο μάθημα Academic Writing II (Συγγραφή Δοκιμίου), κληθήκαμε από τον καθηγητή μας να γράψουμε μια εργασία με δοκιμιακό χαρακτήρα σε θέμα της επιλογής μας. Παρ' όλο που ο συγκεκριμένος καθηγητής ήταν αρκετά ιδιόρρυθμος και με πολλές παραξενιές, μας άφησε παραδόξως απόλυτη ελευθερία στο θέμα που θα διαλέγαμε, το οποίο δεν ήταν απαραίτητο να αφορά πεδία λογοτεχνικά ή γλωσσολογικά. Άλλωστε το νόημα του μαθήματος ήταν να εξασκηθούμε στη συγγραφή δοκιμίων, επομένως είχε πρωτίστως πρακτικό χαρακτήρα. Εγώ λοιπόν, σαν (περίπου) οργισμένο νιάτο που ήμουν τότε, επέλεξα το θέμα Rock Music and Religion (Ροκ Μουσική και Θρησκεία), που αν θυμάμαι καλά συζητούνταν αρκετά εκείνη την εποχή. Το αποτέλεσμα ήταν ένα δοκίμιο 18 σελίδων που, με την προοπτική του χρόνου, θεωρώ ότι έχει αρκετό ενδιαφέρον σαν προσέγγιση, δεδομένης της πολύ νεαρής μου ηλικίας αλλά και του ότι τότε δεν είχαμε στη διάθεσή μας την πληθώρα των πληροφοριών που υπάρχουν τώρα, και βασιζόμασταν σχεδόν αποκλειστικά σε φυσική βιβλιογραφία (βιβλία, άρθρα και περιοδικά). Τα βασικά θέματα με τα οποία είχα επιλέξει να ασχοληθώ ήταν:
-Τα κοινά στοιχεία που συνέδεαν τη ροκ μουσική με τη θρησκεία
-Η αντίληψη για τον άνθρωπο και τον Θεό στη ροκ μουσική, σε σχέση και με κάποιους καλλιτέχνες που είχαν λάβει από το κοινό τους τον συμβολικό χαρακτηρισμό του Χριστού ή του Θεού
-Οι περιπτώσεις του Τζον Λένον και του Τζιμ Μόρισον, δύο ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικών καλλιτεχνών της ροκ μουσικής
-Μάρτυρες του ροκ: τρεις καλλιτέχνες που θυσιάστηκαν για τα ιδεώδη τους
-Η παρεξηγημένη ροκ μουσική που θεωρήθηκε από πολλούς διαβολική
-Η περίπτωση του Τσαρλς Μάνσον και πώς επηρέασε τη ροκ μουσική και την ιδεολογία της
-Η περίπτωση του τραγουδιού Stairway to Heaven με τα υποτιθέμενα υπόγεια μηνύματα των στίχων του
Στο τέλος είχα παραθέσει και δύο σύντομες λίστες με ενδεικτικά ονόματα συγκροτημάτων και τίτλους τραγουδιών που παρέπεμπαν σε θρησκευτικά θέματα.

   






 

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Παγκόσμια Ημέρα Αρχαιολογίας

Παγκόσμια μέρα αρχαιολογίας σήμερα, και είπα να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα σε δύο ιδιαίτερα δημοφιλείς αρχαιολόγους που προέρχονται από τον χώρο της μυθοπλασίας: τον κινηματογραφικό ήρωα Indiana Jones και την πρωταγωνίστρια των video games της σειράς Tomb Raider, Lara Croft.


Ο Dr Henry Walton "Indiana" Jones, Αμερικανός αρχαιολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου, πρωτοεμφανίστηκε το 1981 με την ταινία “Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού”, ωστόσο είχε “γεννηθεί” αρκετά χρόνια πριν στο μυαλό του σκηνοθέτη Στίβεν Σπίλμπεργκ και του παραγωγού Τζορτζ Λούκας. Ήταν ένας ήρωας που αρχικά απέτεινε φόρο τιμής στις περιπέτειες του ‘30 και του ‘50, απέκτησε ωστόσο τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα, κάτι που χρωστάει εξάλλου και στον ηθοποιό που τον ενσάρκωσε στην εμβληματική πλέον σειρά ταινιών του Σπίλμπεργκ. Με την αντίληψη, τη γοητεία και το ταλέντο του, ο Χάρισον Φορντ “έγινε” φυσικά και αβίαστα ο Ιντιάνα Τζόουνς, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα εξωτερικά ελκυστικό που συνδύαζε με τρόπο απόλυτα ταιριαστό την αδιαμφισβήτητη υψηλή ευφυΐα και την εντυπωσιακή μόρφωσή του με μια σχεδόν παιδική αθωότητα κυρίως σε θέματα που είχαν να κάνουν με κοινωνικές συναναστροφές. Στις συναρπαστικές περιπέτειές του, ο Ιντιάνα Τζόουνς ταξίδεψε στο Περού, στην Αίγυπτο, στη Σαγκάη, στα Ιμαλάια, στην Ινδία, στην Αλεξανδρέττα, στον Αμαζόνιο, στη Σικελία και στο Αιγαίο, πάντα συνοδευόμενος από πιστούς φίλους και συνεργάτες, και διώκοντας ή διωκόμενος από επικίνδυνους εχθρούς.


Ηρωίδα μιας σειράς αξέχαστων video games, η Λαίδη Lara Croft δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το 1993 από τον graphic designer Τόμπι Γκαρντ σαν θηλυκή μετεξέλιξη ενός χαρακτήρα που θύμιζε τον Ιντιάνα Τζόουνς. Αρχικά σχεδιασμένη σαν Νοτιο-αμερικανίδα με πιο αθλητική εμφάνιση και ίσως στρατιωτική εκπαίδευση, στην τελική της μορφή, με την οποία έγινε στη συνέχεια γνωστή και τόσο αγαπητή από το κοινό, μετεξελίχθηκε κι εκείνη με τη σειρά της σε εκλεπτυσμένη Βρετανίδα αρχαιολόγο, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, η οποία ωστόσο, σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς, συνδύαζε με επιτυχία αντίθετα μεταξύ τους στοιχεία: εξαιρετικά μορφωμένη και με άπειρες γνώσεις γύρω από το αντικείμενό της και όχι μόνο, διέθετε παράλληλα και μια μεγάλη αγάπη για την περιπέτεια, τον κίνδυνο και τις εξερευνήσεις. Κατά κύριο λόγο μοναχική και κάπως ιδιόρρυθμη, με έντονη αίσθηση του δικαίου και του σωστού, πάντα με το μέρος των αδυνάτων και σε συνεχή αγώνα για την προστασία των καλών ανθρώπων, η Λάρα έκοβε τον δρόμο σε αδίστακτες μυστικές οργανώσεις, μεγαλομανείς συναδέλφους της, παρανοϊκούς κυνηγούς θησαυρών κυριευμένους από το σύνδρομο του Μεσσία, και φρόντιζε τα πολύτιμα κειμήλια που αναζητούσε και εκείνη αλλά και οι εχθροί της – και που κατά κανόνα διέθεταν μαγικές ιδιότητες – να καταλήγουν είτε σε μουσεία είτε σε μέρη ασφαλή, μακριά από όλους εκείνους που θα ήθελαν να τα χρησιμοποιήσουν για προσωπικό τους όφελος και μόνο, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Η Λάρα είναι εξίσου πολυταξιδεμένη με τον Ιντιάνα Τζόουνς, έχοντας επισκεφθεί το Περού, το Μεξικό, την Ταϊλάνδη, τη Βολιβία, την Γκάνα, το Καζακστάν, την Κίνα, την Ιαπωνία, έχει γυρίσει σχεδόν όλη την Ευρώπη, αναζητώντας και διασώζοντας πολύτιμους θησαυρούς.



Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

Είμαι το τραγούδι (Charles Causley)

Είμαι το τραγούδι που λέει το πουλί
Είμαι το φύλλο που μεγαλώνει στη γη
Είμαι η παλίρροια που το φεγγάρι κινεί
Είμαι το ρέμα που την άμμο κρατεί
Είμαι το σύννεφο που την καταιγίδα ορίζει
Είμαι η γη που τον ήλιο φωτίζει
Είμαι η φωτιά που την πέτρα ανάβει
Είμαι ο πηλός που το χέρι πλάθει
Είμαι η λέξη που τον άνθρωπο αρθρώνει

Απόδοση: Verina Horeanthi

*O Charles Causley (1917-2003) ήταν ποιητής από την Κορνουάλη. Εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, δίδαξε σε σχολεία για 35 χρόνια και το 1976 πήρε πρόωρη σύνταξη για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από αμεσότητα και απλότητα, ενώ συχνά μνημονεύει σ' αυτά τις παραδόσεις και τους μύθους του τόπου καταγωγής του. Έχει γράψει επίσης ποιήματα για παιδιά, καθώς και διηγήματα, μικρά θεατρικά, μελέτες και δοκίμια.

Φωτογραφία: Land's End, Κορνουάλη
(πηγή: Unsplash)
 

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Η Πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης, ένα υπαίθριο μουσείο

Νέα Σμύρνη, μία από τις πιο όμορφες αλλά και τις πιο συγκινησιακά φορτισμένες γειτονιές των Νοτίων Προαστίων. Οι φωτογραφίες είναι από την Πλατεία Χρυστοστόμου Σμύρνης όπου, εκτός από το νεοκλασικό κτίριο της Εστίας, οι κήποι της πλατείας φιλοξενούν γλυπτά του Βάσου Καπάνταη - αφιερώματα και μνημεία για την Μικρασιατική Καταστροφή και προτομές λογοτεχνών, επιστημόνων και πολιτικών οι οποίοι σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τη Σμύρνη του 1922. Η Νέα Σμύρνη είναι για μένα μια περιοχή με πολύ δυνατή συναισθηματική αξία, καθώς, μεγαλώνοντας κατά την παιδική και εφηβική μου ηλικία στις γειτονικές περιοχές του Αγίου Σώστη και του Νέου Κόσμου, την επισκεπτόμουν πολύ συχνά και η βόλτες μέχρι εκεί αλλά και εκεί ήταν ένα είδος άτυπης τελετουργίας. Ένας ακόμα λόγος ήταν η Μικρασιατική καταγωγή της γιαγιάς μου (από την πλευρά του πατέρα μου) της Μαρίας, η οποία ήταν κάτοικος της Κάτω Παναγιάς (Τσεσμέ) και ανάμεσα στους Έλληνες πρόσφυγες που μετά τα γεγονότα του 1922 ήρθαν στην Ελλάδα. Είναι μια ιστορική περιοχή, που ακόμα διατηρεί την γοητεία και την ιδιαίτερη ταυτότητά της.

Ιωνία, έργο του Βάσου Καπάνταη

Μνημείο αφιερωμένο στους Προσκόπους του Αϊδινίου




Προτομή του φυσικού Μιχαήλ Αναστασιάδη

Προτομή του ποιητή Στέλιου Σπεράντσα, με χαραγμένους στην στήλη τους στίχους του:
"Μια φούχτα χώμα να γενώ
Όσο χρειάζεται φτωχό
Ένα ανθάκι να φυτρώση"

Προτομή του λογοτέχνη και ιστορικού Χρήστου Σολομωνίδη

Προτομή του φιλολόγου Ιωάννη Συκουτρή.

Προτομή του Γεωργίου Χόρτον, που ήταν πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη το 1922

Η καμπάνα των Αρμενίων, έργο του Βάσου Καπάνταη.

Πρόσφυγες από την Πέργαμο, γλυπτό του Βάσου Καπάνταη.


Η Εστία Νέας Σμύρνης ιδρύθηκε το 1930 υπό την προεδρία του Αθανάσιου Καρύλλου με σκοπό τη διατήρηση της μνήμης των Μικρασιατών προσφύγων.

 

Σμύρνα, έργο του Βάσου Καπάνταη

Ο Ακρίτας του Πόντου, έργο του Βάσου Καπάνταη

Το μνημείο αφιερωμένο στην Μικρασιατική Καταστροφή.
 
 
Επιτύμβια Νίκη, έργο του Βάσου Καπάνταη


 

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Η Πινακοθήκη των Δρόμων

Η ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ

Σαν ένα μουσείο μιας παράλληλης πόλης
Τέχνη χωρίς όνομα πλάι σε μικρές χωματερές
Κρύβει ιστορίες που δεν θα μάθουμε ποτέ.
Κάδρα μισοφωτισμένα, σκονισμένα
Αλλάζουν όψη όταν πέφτει το σκοτάδι
Γίνονται σκοτεινοί καμβάδες, ανοιχτές καταπακτές
Κλέβουν εικόνες νυχτερινές
Με τον καιρό τις κάνουν προσευχές.



 

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Ελεονόρα (Edgar Allan Poe)

Sub conservatione formae specificae salva anima
[Υπό την προστασία μιας συγκεκριμένης μορφής, η ψυχή μπορεί να σωθεί]
Ραϊμούνδος Λούλιος

Προέρχομαι από μια γενιά που την χαρακτηρίζουν η αχαλίνωτη φαντασία και το άσβεστο πάθος. Ο κόσμος με λέει τρελό, ωστόσο το ερώτημα δεν έχει ακόμα διασαφηνιστεί, αν η τρέλα είναι τελικά ή όχι η πιο ευγενής έκφανση της ευφυΐας – αν κάποιες από τις σκέψεις τις ξεχωριστές, αν όλες οι βαθυστόχαστες ιδέες δεν πηγάζουν από την ασθένεια του πνεύματος – από τις διαθέσεις του μυαλού που κυριαρχούν εις βάρος της γενικότερης νοημοσύνης. Εκείνοι που βλέπουν όνειρα την ημέρα είναι γνώστες πολλών πραγμάτων τα οποία περνούν απαρατήρητα από όσους ονειρεύονται μόνο τη νύχτα. Μέσα στα γκρίζα οράματά τους κατακτούν στιγμές της αιωνιότητας και καθώς ξυπνούν ανακαλύπτουν με δέος ότι είχαν βρεθεί μια ανάσα από την αποκάλυψη κάποιου μεγάλου μυστικού. Μέσα σε λίγες στιγμές μαθαίνουν κάτι από τη σοφία του καλού και κάτι περισσότερο από την απλή γνώση του κακού. Εισχωρούν, ωστόσο, χωρίς πηδάλιο και χωρίς πυξίδα, στον απέραντο ωκεανό του “αρρήτου φωτός” και πάλι, όπως στις περιπέτειες του Νουβιανού γεωγράφου, “agressi sunt mare tenebrarum, quid in eo esset exploraturi.” [“εισβάλλουν στη Θάλασσα του Σκότους για να ανακαλύψουν τι κρύβει”]

Ας πούμε λοιπόν ότι είμαι τρελός. Ή τουλάχιστον ας δεχτώ ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές καταστάσεις πνευματικής υπόστασης: η κατάσταση της διαυγούς λογικής η οποία είναι αδιαμφισβήτητη και σχετίζεται με την ανάμνηση των γεγονότων που αποτελούν την πρώτη εποχή της ζωής μου, και μια κατάσταση σκιάς και αμφιβολίας που αφορά το παρόν και την αναπόληση όλων όσων αποτελούν τη δεύτερη μεγάλη περίοδο της ύπαρξής μου. Επομένως ό,τι αφηγηθώ σχετικά με τα πρώτα χρόνια, να το πιστέψετε. Και ό,τι πιθανώς αναφέρεται σε μια μεταγενέστερη εποχή, δώστε του όση πίστη κρίνετε εσείς ή και αμφισβητείστε το εντελώς ή, αν δεν μπορείτε να το αμφισβητήσετε, να  αντιμετωπίσετε το αίνιγμά του όπως είχε κάνει κάποτε ο Οιδίποδας.

Εκείνη που αγάπησα στα νιάτα μου, και την ανάμνηση της οποίας τώρα καταγράφω με ηρεμία και σαφήνεια, ήταν η μοναχοκόρη της μονάκριβης αδελφής της μακαρίτισσας της μητέρας μου. Ελεονόρα ήταν το όνομα της ξαδέλφης μου. Ζούσαμε μαζί όλη μας τη ζωή, κάτω από τον τροπικό ήλιο, στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Ήταν αδύνατο να φτάσει κανείς τυχαία σ’ αυτή την κοιλάδα – γιατί ήταν κρυμμένη πίσω από μια σειρά γιγάντιους λόφους που υψώνονταν γύρω της και δεν άφηναν τον ήλιο να φωτίσει τις πιο κρυφές γωνιές της. Τα μονοπάτια γύρω της ήταν απάτητα, και για να φτάσει κανείς στο ευτυχισμένο σπιτικό μας έπρεπε να παραμερίσει με όλη του τη δύναμη τα φυλλώματα εκατοντάδων δέντρων και να τσαλαπατήσει την ομορφιά εκατομμυρίων μυρωδάτων λουλουδιών. Έτσι λοιπόν ζούσαμε ολομόναχοι, κι όλος ο κόσμος μας ήταν αυτή η κοιλάδα – εγώ, η ξαδέλφη μου και η μητέρα της.

Από τις σκοτεινές εκτάσεις πέρα από τα βουνά, στo υψηλότερo σημείο της προφυλαγμένης ιδιοκτησίας μας, ξεκινούσε ένα στενό και βαθύ ποτάμι που η λάμψη του ξεπερνούσε τα πάντα εκτός από τα μάτια της Ελεονόρας - στην φιδωτή διαδρομή του, σχημάτιζε στα κλεφτά μικρούς λαβυρίνθους και ένα μεγάλο μέρος του διέσχιζε ένα σκοτεινό φαράγγι ανάμεσα σε λόφους πιο ζοφερούς ακόμα κι από αυτούς από τους οποίους ξεκινούσε. Το λέγαμε ‘το Ποτάμι της Σιωπής’ γιατί καθώς κυλούσε ήταν σα να επέβαλε γύρω του την απόλυτη σιωπή. Δεν ακουγόταν το παραμικρό μουρμουρητό από τον πυθμένα του και κυλούσε τόσο ήρεμα που τα μαργαριταρένια βότσαλα που μας άρεσε να χαζεύουμε κάτω χαμηλά στα βάθη του δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση, μόνο έστεκαν ακίνητα, το καθένα στη θέση του, να λάμπουν εκπληκτικά στην αιωνιότητα.

Η κοίτη του ποταμού και των άπειρων λαμπυριστών ρυακιών που γλιστρούσαν αναπάντεχα μέσα στο κανάλι του, καθώς και τα κομμάτια εκείνα που ξεκινούσαν από την κοίτη και κατέληγαν κάτω χαμηλά στα βάθη του ρέματος φτάνοντας μέχρι τον πυθμένα με τα βότσαλα – αυτά τα σημεία, καθόλου λιγότερο από όλη την επιφάνεια της κοιλάδας, από το ποτάμι μέχρι και τα βουνά που την περιστοίχιζαν, ήταν σκεπασμένα όλα με απαλό, πράσινο γρασίδι, πυκνό, χαμηλό, τέλεια ευθυγραμμισμένο, που μύριζε βανίλια, πασπαλισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με κίτρινες νεραγκούλες, λευκές μαργαρίτες, μαβιές βιολέτες, κατακόκκινους ασφόδελους. Όλη αυτή η ασύλληπτη ομορφιά μιλούσε στις καρδιές μας με όλη της τη δύναμη για την αγάπη και τη δόξα του Θεού.

Εδώ κι εκεί, σε συστάδες μέσα στο γρασίδι, σαν ερημιές μέσα σε όνειρα, ξεπετάγονταν υπέροχα δέντρα των οποίων οι ψηλοί, λεπτοί κορμοί δεν έστεκαν ευθυτενείς, αλλά έγερναν με χάρη προς το φως που τρύπωνε τα μεσημέρια στη μέση της κοιλάδας. Η επιφάνειά τους ήταν χρωματισμένη με μια ζωηρή, μεγαλειώδη αλληλουχία από εβένινο μαύρο και ασημί, και ήταν ό,τι πιο απαλό υπήρχε στον κόσμο εκτός από τα μάγουλα της Ελεονόρας. Γι’ αυτό και, αν δεν υπήρχε το φωτεινό πράσινο των τεράστιων φύλλων που απλώνονταν από τις κορυφές τους σε μακριές, τρεμουλιαστές γραμμές παίζοντας με το αεράκι, μπορεί και να τα περνούσε κανείς για γιγάντια ερπετά της Συρίας που απέτειναν φόρο τιμής στον άρχοντά τους τον Ήλιο.

Για δεκαπέντε χρόνια τριγυρνούσα σ’ αυτή την κοιλάδα χέρι – χέρι με την Ελεονόρα προτού ο Έρωτας τρυπώσει στις καρδιές μας. Ήταν ένα απόγευμα, καθώς εκείνη κόντευε να κλείσει την τρίτη πενταετία της ζωής της κι εγώ την τέταρτη, που μείναμε αγκαλιασμένοι κάτω από τα δέντρα που έμοιαζαν με ερπετά, και κοιτούσαμε μέσα στο νερό του Ποταμιού της Σιωπής τις δικές μας αντανακλάσεις. Δεν είπαμε λέξη για όλο το υπόλοιπο εκείνης της υπέροχης μέρας, ενώ και οι κουβέντες μας το επόμενο πρωί ήταν βιαστικές και μετρημένες. Είχαμε ξυπνήσει τον Θεό Έρωτα μέσα από εκείνο το κύμα, και τώρα νιώθαμε ότι είχε ανάψει μέσα μας τις φλογερές ψυχές των προπατόρων μας. Τα πάθη που για αιώνες έκαναν τη γενιά μας τόσο ξεχωριστή ήρθαν ορμητικά φέρνοντας μαζί τους και κάθε λογής επιθυμίες, απλώνοντας μια παραληρηματική ευτυχία πάνω από την Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Κάτι άλλαξε τα πάντα γύρω μας. Παράξενα, πανέμορφα λουλούδια σε σχήματα αστεριών φύτρωναν φλογισμένα πάνω στα δέντρα όπου δεν υπήρχαν ποτέ έως τότε λουλούδια. Οι αποχρώσεις της πράσινης χλόης έγιναν πιο σκούρες κι όταν, μία – μία, οι λευκές μαργαρίτες άρχισαν να μαραίνονται, εμφανίστηκαν αναπάντεχα στη θέση τους  κατακόκκινοι ασφόδελοι. Η ζωή ξύπνησε στο δρόμο μας – γιατί το ψηλόλιγνο φλαμίνγκο, που έως τότε δεν το είχαμε δει ποτέ, μαζί με όλα τα χαρούμενα, φανταχτερά πουλιά, μας έδειξε το πορφυρό φτέρωμά του. Χρυσά και ασημιά ψαράκια στοίχειωναν το ποτάμι, μέσα από την αγκαλιά του οποίου ακουγόταν όλο και περισσότερο ένα μουρμουρητό το οποίο στη συνέχεια εξελισσόταν σε μια νανουριστική μελωδία πιο θεϊκή και από την άρπα του Αιόλου – πιο γλυκιά από ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τη φωνή της Ελεονόρας. Και τώρα ένα τεράστιο σύννεφο, το οποίο βλέπαμε εδώ και πολύ καιρό πάνω από τα λημέρια της Εσπερίας, κατευθύνθηκε προς το μέρος μας, πανέμορφο μέσα στα πορφυρά και χρυσαφένια χρώματά του, και αφού συνθηκολόγησε μαζί μας, πήρε να βυθίζεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο χαμηλά ώσπου το περίγραμμά του αγκάλιασε τις κορυφές των βουνών, μεταμορφώνοντας τη σκοτεινιά τους σε μεγαλείο και κλειδώνοντάς μας, για πάντα θαρρείς, μέσα σε ένα μαγικό σπίτι – φυλακή, που έσφυζε από δόξα και μεγαλοπρέπεια.

Η ομορφιά της Ελεονόρας ήταν αγγελική – αλλά ήταν ένα κορίτσι ακατέργαστο και αθώο, όπως άλλωστε και η σύντομη ζωή που έζησε ανάμεσα στα λουλούδια. Κανένας δόλος δεν απέκρυψε τη θέρμη του έρωτα που ζωντάνεψε την καρδιά της, και εξερεύνησε μαζί μου τις πιο κρυφές πτυχές του καθώς περιδιαβάζαμε στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού, και κουβεντιάζαμε για τις τρομερές αλλαγές που είχαν συμβεί εκεί.

Μετά από λίγο καιρό, κι ενώ είχαμε συζητήσει μια μέρα με δάκρυα στα μάτια για την τελευταία δραματική αλλαγή που είναι η μοίρα όλης της Ανθρωπότητας, από εκεί και πέρα μόνο αυτό το θλιβερό θέμα την απασχολούσε, και το έφερνε πάντα με κάποιο τρόπο μέσα στις συζητήσεις μας, έτσι όπως, στα τραγούδια του βάρδου του Σιράζ οι ίδιες εικόνες επανέρχονται ξανά και ξανά, σε όλες τις εντυπωσιακές παραλλαγές κάθε φράσης.

Είχε δει ότι το δάχτυλο του Θανάτου ήταν πάνω από το στέρνο της – ότι, σαν την πεταλούδα, είχε πλαστεί με τελειότητα μόνο και μόνο για να πεθάνει. Αλλά ο φόβος της για τον τάφο είχε να κάνει μόνο με μια σκέψη που μου αποκάλυψε ένα απόγευμα ενώ έπεφτε ο ήλιος, στις όχθες του Ποταμιού της Σιωπής. Την έθλιβε να σκέφτεται ότι, αφού θα την είχα θάψει στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού, θα εγκατέλειπα για πάντα τις χαρούμενες γωνιές της και θα μετέφερα την αγάπη που τώρα με τόσο πάθος της ανήκε, σε μια κοπέλα από τον έξω κόσμο, τον καθημερινό. Τότε λοιπόν έπεσα βιαστικά στα πόδια της Ελεονόρας και ορκίστηκα σ’ εκείνη και στον Ουρανό ότι δεν θα ενωνόμουν ποτέ με τα δεσμά του γάμου με καμία κόρη της Γης – ότι με κανέναν τρόπο δεν θα απαρνιόμουν την λατρευτή της μνήμη ή τη μνήμη της απόλυτης αφοσίωσης με την οποία με είχε ευλογήσει. Και επικαλέστηκα τον Μεγαλοδύναμο σαν μάρτυρα για την ευλάβεια και τη σοβαρότητα του όρκου μου. Και άφησα ευχή και κατάρα σ’ Εκείνον και σ’ εκείνη, που θα ήταν μια αγία στον Παράδεισο, έτσι και πρόδιδα αυτή μου την υπόσχεση, να μου επιβάλουν μια τιμωρία τόσο τρομακτική που δεν επιτρέπω καν στον εαυτό μου να την αναφέρω τώρα. Και τα φωτεινά μάτια της Ελεονόρας έγιναν ακόμα πιο φωτεινά ακούγοντας τα λόγια μου, αναστέναξε λες και της είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από το στήθος, κι άρχισε να τρέμει και να κλαίει πολύ πικρά. Ωστόσο αποδέχτηκε τον όρκο μου (δεν ήταν παρά ένα παιδί!) κι έτσι δεν ταλαιπωρήθηκε στις τελευταίες της στιγμές. Και μου είπε, λίγες μέρες αργότερα, ενώ πέθαινε γαλήνια, ότι γι’ αυτό που είχα κάνει για να ηρεμήσω την ψυχή της, θα με φύλαγε με το πνεύμα της όταν θα αποχωρούσε από τη ζωή, και αν της το επέτρεπαν, θα επέστρεφε τις νύχτες στην ανθρώπινη μορφή της. Αλλά αν κάτι τέτοιο ήταν πέρα από τις δυνάμεις των ψυχών του Παραδείσου, τουλάχιστον θα μου έδινε συχνά σήματα της παρουσίας της, φυσώντας επάνω μου με τον άνεμο του απογεύματος ή γεμίζοντας τον αέρα που ανέπνεα με άρωμα από τα θυμιατά των αγγέλων. Και με αυτά τα λόγια στα χείλια της, παρέδωσε την αθώα ζωή της, βάζοντας ένα τέλος στην πρώτη εποχή της δικής μου.

Όλα αυτά τα αφηγήθηκα όπως έγιναν. Αλλά καθώς περνάω το φράγμα στο μονοπάτι του Χρόνου, που έχει σχηματιστεί από τον θάνατο της αγαπημένης μου, και προχωράω στη δεύτερη περίοδο της ύπαρξής μου, αισθάνομαι ότι μια σκιά γεμίζει το μυαλό μου και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι η καταγραφή των γεγονότων είναι απόλυτα αξιόπιστη. Αλλά ας συνεχίσω. Τα χρόνια περνούσαν οδυνηρά, κι εγώ εξακολουθούσα να ζω στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Ωστόσο μια δεύτερη αλλαγή συνέβη στα πάντα. Τα λουλούδια σε σχήματα αστεριών συρρικνώθηκαν στους κορμούς των δέντρων και δεν ξαναφάνηκαν. Οι αποχρώσεις της πράσινης χλόης θάμπωσαν, κι ένας – ένας οι κατακόκκινοι ασφόδελοι μαράθηκαν. Και στη θέση τους εμφανίστηκαν αναπάντεχα σκούρες βιολέτες, ίδιες με μάτια, που ξεραίνονταν όλο αγωνία και σκεπάζονταν από πάχνη. Η ζωή άρχισε να φεύγει από τον δρόμο μας, γιατί το ψηλόλιγνο φλαμίνγκο δεν μας έδειχνε πια το πορφυρό του φτέρωμα, μόνο πέταξε μελαγχολικά από την κοιλάδα προς τους λόφους, μαζί με όλα τα χαρούμενα, φανταχτερά πουλιά που είχε φέρει μαζί του. Και τα χρυσά και ασημιά ψαράκια έφυγαν προς το φαράγγι στο πιο μακρινό σημείο της ιδιοκτησίας μας και δεν ξαναστόλισαν ποτέ το όμορφο ποτάμι. Και η νανουριστική μελωδία, που ήταν πιο γλυκιά και από την άρπα του Αιόλου, και πιο θεϊκή απ’ όλα εκτός από τη φωνή της Ελεονόρας, άρχισε λίγο – λίγο να χάνεται μέσα σε μουρμουρητά όλο και πιο σιγανά, ώσπου το ρέμα επανήλθε με τον καιρό οριστικά στη σοβαρότητα της αρχικής του σιωπής. Και στο τέλος το τεράστιο σύννεφο υψώθηκε και, βυθίζοντας ξανά τις κορυφές των βουνών στο παλιό τους σκοτάδι, ξαναγύρισε στα λημέρια της Εσπερίας και πήρε μακριά από την Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού όλες τις χρυσαφένιες ομορφιές του.

Ωστόσο οι υποσχέσεις της Ελεονόρας δεν ξεχάστηκαν – γιατί άκουγα τον ήχο από τα θυμιατά των αγγέλων, και το άγιο άρωμα γέμιζε συνεχώς την κοιλάδα. Και τις ώρες της μοναξιάς μου, όταν η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, ο άνεμος που χάιδευε το μέτωπό μου ήταν γεμάτος με απαλούς αναστεναγμούς, και αδιευκρίνιστα μουρμουρητά γέμιζαν τον νυχτερινό αέρα και μία φορά – αλίμονο, μόνο μία φορά! - ξύπνησα από έναν ύπνο ίδιο με τη νάρκη του θανάτου, από αόρατα χείλη που πίεζαν τα δικά μου.

Αλλά το κενό που είχα στην καρδιά μου αρνούνταν, ακόμα κι έτσι, να γεμίσει. Λαχταρούσα την αγάπη που παλιότερα την έκανε να ξεχειλίζει. Με τον καιρό, η κοιλάδα μ’ έκανε να υποφέρω εξαιτίας της ανάμνησης της Ελεονόρας και την εγκατέλειψα για πάντα για να αναζητήσω τις ματαιότητες και τους θορυβώδεις θριάμβους του κόσμου.

Βρέθηκα σε μια παράξενη πόλη, όπου τα πάντα μπορεί και να είχαν σκοπό να αμαυρώσουν τις αναμνήσεις και τα γλυκά όνειρα που έβλεπα για τόσα χρόνια στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Το μεγαλείο και η επίδειξη πλούτου σε μια διακεκριμένη αυλή, οι μανιασμένες κλαγγές των όπλων, η ακτινοβόλα ομορφιά των γυναικών, μπέρδευαν και μεθούσαν το μυαλό μου. Η καρδιά μου, ωστόσο, παρέμενε πιστή στους όρκους μου και εξακολουθούσα να έχω ενδείξεις της παρουσίας της Ελεονόρας κατά τις σιωπηλές ώρες της νύχτας. Ξαφνικά αυτές οι εκδηλώσεις σταμάτησαν, ο κόσμος σκοτείνιασε μπροστά στα μάτια μου κι απόμεινα έντρομος μπροστά στις φλογισμένες σκέψεις που με κατέλαβαν, στους τρομακτικούς πειρασμούς που με κυρίεψαν. Γιατί από κάποια μακρινή, πολύ μακρινή και απομονωμένη γη, στη χαρούμενη αυλή του βασιλιά όπου υπηρετούσα, εμφανίστηκε μια κοπέλα στης οποίας την ομορφιά ολόκληρη η δειλή καρδιά μου παραδόθηκε αμέσως – και υποκλίθηκα μπροστά της χωρίς διαμαρτυρία, με την πιο παθιασμένη, την πιο αναίσχυντη λατρεία του έρωτα. Στ’ αλήθεια, τι ήταν το πάθος μου για εκείνο το κορίτσι της κοιλάδας σε σύγκριση με τη θέρμη, το ντελίριο και την χαροποιό έκσταση του θαυμασμού με τον οποίο απόθεσα όλη μου την ψυχή με δάκρυα στα μάτια μπροστά στα πόδια της αιθέριας Έρμενγκαρντ; Τι όμορφη που ήταν η αγγελική Έρμενγκαρντ! Και μ’ αυτή τη διαπίστωση, δεν άφησα χώρο για καμία άλλη. Τι θεϊκή που ήταν η Έρμενγκαρντ, ο άγγελός μου! και καθώς κοιτούσα στα βάθη των ματιών της, που ξυπνούσαν τόσες αναμνήσεις, σκεφτόμουν μόνο αυτά – κι εκείνη.

Παντρεύτηκα – δεν φοβήθηκα την κατάρα που είχα επικαλεστεί, ούτε και με κατέλαβε η πικρία της. Και μία φορά – και πάλι μόνο μία φορά μέσα στην ησυχία της νύχτας ήρθαν μέσα από τις γρίλιες οι απαλοί αναστεναγμοί που με είχαν ξεχάσει, και μεταπλάστηκαν σε μια οικεία, γλυκιά φωνή που έλεγε:

“Κοιμήσου ήσυχα! - γιατί το Πνεύμα της Αγάπης βασιλεύει και κυβερνά, και βάζοντας μέσα στην παθιασμένη σου καρδιά την Έρμενγκαρντ, απαλλάσσεσαι, για λόγους που θα μάθεις στον Παράδεισο όταν έρθει η ώρα, από τους όρκους σου προς την Ελεονόρα.”


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη

* Η παραπάνω μετάφραση δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο τον Φεβρουάριο του 2019.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Σονέτο για μια μέρα γιορτής

ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΗΣ
© Βερίνα Χωρεάνθη

Όσες γιορτές περνάνε στη ζωή μας
Αφήνουν πίσω μια μικρή μελαγχολία
Μια φευγαλέα ανάμνηση, μια νοσταλγία
Που κάνουν πιο υποφερτή την ύπαρξή μας

Κρυφογελάει ο χρόνος που περνάει
Παρατηρώντας μας με ειρωνεία
Ξέρουμε όλοι ποιος ορίζει τα ηνία
Και ό,τι γίνεται πως πίσω δεν γυρνάει

Μα πάντα ελπίζουμε πως κάτι θα αλλάξει
Ίσως η μέρα που ξανά θα ξημερώσει
Με άλλο πρόσωπο θελήσει να χαράξει

Ίσως τα άγρια τής φέξει να ημερώσει
Κι όσο κι αν τη γαλήνη μας ταράξει
Κάτι μπορεί ιλαρό να περισώσει


3/10/2024

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

Ο Λαχανάνθρωπος (Luigi Ugolini)

Την παρακάτω ιστορία μου την αφηγήθηκε ο πράσινος άνθρωπος:

«Είναι πολύ φυσικό, κύριε, να ξαφνιάζεστε από το χρώμα του προσώπου μου. Αυτό το χρώμα είναι η αιτία που μήνες τώρα αποφεύγω να εκτίθεμαι στα μάτια των ανθρώπων. Γιατί δεν είναι μια ιστορία που μπορώ να πω σε όποιον με βλέπει. Με σας ωστόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με έχετε δει, είστε γείτονάς μου, έχετε ρωτήσει για την υγεία μου και, το πιο σημαντικό, είστε ένας ευφυής και ισορροπημένος άνθρωπος. Γι’ αυτό και δεν θα σας κρύψω τίποτα και, σας παρακαλώ, να πιστέψετε όλα όσα θα ακούσετε, ακόμα κι αν σας φανούν παράξενα και ανήκουστα.

»Ονομάζομαι Δρ. Μπενίτο Ολιβάρες. Γεννήθηκα στο Σάντος της Βραζιλίας και σπούδασα Φυσικές Επιστήμες. Αυτά τα στοιχεία είναι αρκετά σαν εισαγωγή. Αργότερα θα σας πω τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψα την πατρίδα μου και βρίσκομαι στην Ιταλία. Ωστόσο δεν είναι οι προσωπικές μου περιπέτειες που σας ενδιαφέρουν, ακόμα κι αν εγώ ήθελα να σας τις εξιστορήσω. Ρωτήσατε για την υγεία μου, γι’ αυτό και θα σας πω χωρίς περιστροφές πώς προέκυψε η ασθένειά μου. Ανέφερα ότι είμαι Βραζιλιάνος και φαντάζομαι πως ξέρετε ήδη τη φήμη της πατρίδας μου: είναι μια αχανής έκταση, μεγαλύτερη κι από την Ευρώπη, ενώ σχεδόν η μισή παραμένει ανεξερεύνητη. Τι γνωρίζουμε για τον αδιαπέραστο Αμαζόνιο ή για το μυστηριώδες Μάτο Γκρόσο; Η άγνοιά μας γι’ αυτή την τόσο εύφορη και σαγηνευτική γη άναψε μέσα μου την επιθυμία να ανακαλύψω τα μυστήριά της. Με το πάθος του πρωτοπόρου και τον ζήλο του επιστήμονα, καθώς η επιστήμη έχει να κάνει με την πίστη και το μαρτύριο, εισέβαλα στα παρθένα δάση κι ανακάλυψα τις απομακρυσμένες πηγές των πιο θαυμαστών ποταμών, αναμετρώντας τον εαυτό μου με τον θάνατο μέσα σ’ αυτό το δηλητηριασμένο κλίμα, ρισκάροντας τα τρομακτικά δαγκώματα των θανατηφόρων φιδιών που ζούσαν στις μυστηριώδεις σκιές της ζούγκλας. Ανακάλυψα αμέτρητα μυστικά μέσα στην ανεξέλεγκτη αυτή χλωρίδα, με την ελεύθερη, πλούσια βλάστηση η οποία οριακά δήλωνε θριαμβευτικά την κυριαρχία της στην εύφορη γη, λες και φύλαγε με ζήλο τα πιο όμορφα, κρυμμένα μυστικά της, θέλοντας να εκδικηθεί κάθε επίδοξο εισβολέα.

»Πέρασαν έτσι δύο χρόνια, και βρέθηκα χαμένος στη λεκάνη του Αμαζονίου κοντά στα σύνορα με το Μάτο Γκρόσο, να περιπλανιέμαι μέσα στη βλάστηση που ήταν ταυτόχρονα εκθαμβωτική και διανθισμένη με υπερφυσικές χάρες. Τα φτωχά μου λόγια, κύριε, δεν μπορούν παρά μια ελάχιστη ιδέα να σας δώσουν γι’ αυτό το εκπληκτικό θέαμα, τον θρίαμβο των φυτών και του ηλιόφωτος, της μοναδικής αντίθεσης ανάμεσα στις κρύες σκιές και το εκτυφλωτικό φως, της σιωπηλής, θηριώδους μάχης όπου πρωταγωνιστούσαν αδιάσπαστοι εναγκαλισμοί και τρομερά συνονθυλεύματα. Ωστόσο ένα σιωπηλό, ύπουλο όπλο κυριαρχεί στη βουβή μάχη του φυτικού βασιλείου: η λιάνα.  Είναι το χταπόδι του δάσους, το πλοκάμι που παραλύει, η θηλιά που κόβει την κυκλοφορία των χυμών και προκαλεί στα φυτά ασφυξία και γάγγραινα. Έβλεπες το Cipo Matador, τη λιάνα -δολοφόνο, να αγκαλιάζει αργά και ύπουλα τους μεγαλοπρεπείς κορμούς των φίκων ή τις καρυδιές. Σιγά σιγά τα κλαδιά της γίνονται μικροί δακτύλιοι που μόνο με ένα τσεκούρι μπορούν να κοπούν και ξεπετιούνται μέσα από τις άκρες τους, σαν υγρά δάχτυλα που μετατρέπονται σε στερεά καθώς ανεβαίνουν, ώσπου τελικά ένα πραγματικό θηκάρι από φυτό περικυκλώνει και πνίγει τους φιλήσυχους γίγαντες του δάσους, χωρίς να αφήνει τον χυμό να κυκλοφορήσει, στερώντας του την ανάσα και τη ζωή.

»Μια μέρα λοιπόν, καθώς θαύμαζα μια τέτοια μάχη της φύσης, και, παρεμπιπτόντως, έχοντας κι εγώ παγιδευτεί μέσα σε έναν μεγάλο θάμνο λιάνας, πήρε το μάτι μου ξαφνικά ένα φυτό που δεν είχα ξαναδεί έως τότε και απορρόφησε όλη την προσοχή μου. Το φαντάζεσαι; Ένα νέο φυτό.
Πόση χαρά, τι θρίαμβος, τι παραζάλη για έναν βοτανολόγο να κάνει μια τέτοια ανακάλυψη. Τρέμοντας από συγκίνηση, πλησίασα αυτό το νέο είδος κι άρχισα να το μελετώ εξονυχιστικά και με απόλυτη αγάπη. Και όχι, δεν με είχε ξεγελάσει η πρώτη εντύπωση. Ήμουν όντως ενώπιον ενός δείγματος ενός άγνωστου είδους, που μάταια προσπαθούσα να ταξινομήσω. Μα την πίστη μου, ήταν λες και το φυτό αυτό δημιουργήθηκε επίτηδες για να αναστατώσει ό,τι επιστημονική γνώση είχα και δεν είχα πάνω στη Βοτανική. Για την ακρίβεια, ήταν μια ζωντανή αντίφαση. Πάνω που πήγαινα να αναγνωρίσω πάνω του ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό από κάποιο είδος, εμφανιζόταν μια άλλη λεπτομέρεια εκ διαμέτρου αντίθετη, και μετά μια άλλη, και στη συνέχεια μια άλλη, ώσπου τελικά η σκέψη μου χάθηκε μέσα σ’ αυτή τη μάταιη διαδικασία της ταξινόμησης.

»Τελικά έβγαλα το συμπέρασμα ότι αυτό το αξιοθαύμαστο φυτό ήταν από μόνο του μια τάξη, μια οικογένεια, ένα είδος και μια ποικιλία. Ήταν, κοντολογίς, ο πρόγονος μιας τάξης οι απόγονοι της οποίας μου ήταν άγνωστοι. Το δέος και η ευτυχία που ένιωθα δεν είχαν όριο. Αυτό που μπορώ να σου για την εξωτερική εμφάνιση αυτού του μοναδικού δείγματος είναι το εξής: ήταν ένας θάμνος με ύψος ανθρώπου μετρίου αναστήματος, με παλαμοειδή φύλλα, χοντρά και σαρκώδη. Τα κλαδιά του είχαν ένα κοκκινωπό κρεατί χρώμα που οριακά μου έφερνε αηδία. Μου θύμιζαν… Ε ναι, μου θύμιζαν ανθρώπινα μέλη χωρίς το δέρμα. Λεπτές άσπρες τρίχες από ανθεκτικά νήματα που έμοιαζαν με του καλαμποκιού ξεκινούσαν από την κορφή του φυτού και το κάλυπταν ολόκληρο. Δεν είχε λουλούδια, αν με τον όρο «λουλούδι» εννοούμε τα άνθη ή τα πολύχρωμα στεφάνια. Ωστόσο πάνω στα κλαδιά του είχαν σχηματιστεί δύο ωοειδή κελύφη που έμοιαζαν με μάτια. Ναι, δύο μάτια, ούτε πιο πολλά ούτε πιο λίγα. Δείτε και μόνος σας, κύριε, το δείγμα που έχω κρατήσει σ’ αυτήν εδώ την προθήκη.»

Με μεγάλη περιέργεια, πλησίασα τη γυάλινη προθήκη που μου πρότεινε με το κενό βλέμμα του ο πράσινος άνθρωπος, και δεν κατάφερα να εμποδίσω την ανατριχίλα που διαπέρασε όλα μου τα μέλη: πάνω στο ράφι είδα ένα μεγάλο φύλλο το οποίο έμοιαζε με αυτό της φραγκοσυκιάς. Ωστόσο πάνω στην επιφάνειά του είδα όντως δύο μάτια, σχηματισμένα με θαυμαστή ακρίβεια – δύο εντελώς ανθρώπινα μάτια που ήταν λες και με κοιτούσαν με έναν δυσοίωνο και μοχθηρό τρόπο. Έκανα ένα βήμα πίσω, σοκαρισμένος από το αποκρουστικό θέαμα.

«Εκπληκτικό!» αναφώνησα, ενώ ακόμη έτρεμα χωρίς να το θέλω. «Αυτά τα μάτια είναι απολύτως αληθινά!»

Ο πράσινος άνθρωπος έγνεψε καταφατικά.

«Είναι το βλέμμα του πεπρωμένου μου», μουρμούρισε άτονα και συνέχισε την ιστορία του.

«Θέλοντας ν’ αποκτήσω αυτό το παράξενο φυτό, άπλωσα το χέρι μου για να το κόψω από τον κορμό, τη στιγμή όμως που το έκανα, ένας τρομερός πόνος μ’ έκανε να ουρλιάξω. Κάτι πολύ κοφτερά, κυρτά αγκάθια που δεν είχα προσέξει νωρίτερα, είχαν μπηχτεί στο χέρι μου. Το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ότι καθώς τα περιεργαζόμουν, παρατήρησα ότι από κάθε απόληξή τους αναπηδούσε μια σταγόνα από ένα πράσινο υγρό. Κοντολογίς, ήταν κάπως σαν τα δόντια της οχιάς. Αυτά τα αγκάθια λοιπόν πονούσαν πολύ. Για λίγο, ένιωθα ένα έντονο κάψιμο, και στη συνέχεια ένα ρίγος που πέρασε μέσα από τις φλέβες μου κι έφτασε ξάφνου στην καρδιά μου. Νικημένος πια, αναγκάστηκα να καθίσω κάτω.

»Για κάποια ώρα το σώμα μου ήταν γεμάτο μ’ αυτή την έντονη αίσθηση δυσφορίας, σε τέτοιο βαθμό που άρχισα να φοβάμαι ότι όντως είχα δηλητηριαστεί από τον χυμό του φυτού. Αργότερα ωστόσο, σιγά σιγά άρχισαν να υποχωρούν τα συμπτώματα, και σύντομα κατάφερα να ξανασηκωθώ και να στρέψω και πάλι την προσοχή μου στην βοτανική μου ανακάλυψη. Με μεγάλη προσοχή μάζεψα μερικά φύλλα και λουλούδια και τα πήρα μαζί μου, φροντίζοντας για την ασφαλή μεταφορά τους. Μεθυσμένος καθώς ήμουν από την θαυμαστή ανακάλυψή μου, έδωσα το όνομά μου σ’ αυτόν τον αλλόκοτο θάμνο, ονομάζοντάς τον Olivaria vigilans γιατί με τα ορθάνοιχτα μάτια του και τα ύπουλα αγκάθια του ήταν σαν να παρακολουθούσε και να επιτηρούσε τη δική του απαράβατη ιερότητα και ασφάλεια.

»Ταυτόχρονα ωστόσο οδηγήθηκα και σε μια δυσάρεστη παρατήρηση. Τα οδυνηρά φαινόμενα που παρουσιάστηκαν όταν με τσίμπησαν τα αγκάθια, άρχισαν να επανέρχονται. Στην αρχή κατά πολύ αραιά διαστήματα, αλλά βαθμιαία με μεγαλύτερη συχνότητα. Ένα σύγκρυο διαπέρασε τις φλέβες μου και την καρδιά μου, συνοδευόμενο από ένα γενικευμένο μούδιασμα των μελών και τρομερή αδυναμία. Τα απέδωσα στο γεγονός ότι είχα περάσει υπερβολικά πολύ καιρό στο θανατηφόρο κλίμα του Αμαζονίου και ετοιμάστηκα για να επιστρέψω στην ακτή. Στο μεταξύ, λίγο καιρό μετά την ανακάλυψη της Olivaria vigilans, συνέβησαν δύο περιστατικά που αναστάτωσαν την ηρεμία μου και μου προκάλεσαν μεγάλη ταραχή.

»Μια μέρα που καθόμουν στη σκηνή μου και κρατούσα σημειώσεις για το φυτό μου, είδα δίπλα μου έναν ντόπιο από τη συνοδεία μου, έναν Γουαρανί από τον Αμαζόνιο. Σκέφτηκα ότι αυτός, ως ειδικός σ’ αυτά τα δάση, θα μπορούσε ίσως να μου δώσει κάποιες πληροφορίες για το μυστηριώδες φυτό. Τον φώναξα λοιπόν και τον ρώτησα, δείχνοντάς του τα λουλούδια και τα φύλλα. Μόλις τα είδε όμως ο Ινδιάνος, έβγαλε μια κραυγή τρόμου και δέους. Έμεινε για λίγο να με κοιτάζει με βαθιά απόγνωση και μετά έτρεξε προς το δάσος σαν τρελός. Ούτε ξαναγύρισε, ούτε άκουσα ξανά γι’ αυτόν.

»Λίγες μέρες αργότερα, έφτασα σε ένα μεγάλο χωριό με ευγενικούς και φιλόξενους Ινδιάνους. Καθώς περίμενα εκεί, πήγα και μίλησα με τον ηλικιωμένο αρχηγό της φυλής, που τον θεωρούσαν πάνσοφο. Του είπα για ένα φυτό που αναζητούσε και του το περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια, χωρίς ωστόσο να αναφέρω ότι στην πραγματικότητα το είχα ήδη βρει. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ακόμα και ο γέρος φύλαρχος άρχισε να τρέμει και να φαίνεται από την αντίδρασή του ότι είχε τρομοκρατηθεί, ενώ έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει την ερώτησή μου. Όλο αυτό μου είχε εξάψει την περιέργεια, και συνέχισα να τον ρωτάω, επιμένοντας να πάρω μια απάντηση, κι έφτασα στο σημείο να του προσφέρω μια καραμπίνα με αντάλλαγμα τις πληροφορίες του. Η επιμονή μου και το δώρο μου νίκησαν τελικά τις αναστολές του.

»Με συνωμοτική προσοχή, είπε: ‘Αυτό που ψάχνεις, ξένε, είναι ένα φυτό που δε μοιάζει με κανένα άλλο. Είναι το Ινουακόλτζι, το μεγάλο πνεύμα των φυτών. Μην το ψάξεις, ταξιδιώτη, γιατί αν το βρεις, θα σου δώσει τη μορφή του.’ Αυτά ήταν τα περίεργα λόγια του γέρου φύλαρχου, και τίποτα περισσότερο δεν κατάφερα να τον κάνω να μου πει. Χαμογέλασα ακούγοντας αυτήν την αλλόκοτη δεισιδαιμονία, γιατί ποιος μπορούσε να πιστέψει ότι υπήρχε όντως μια θεότητα των φυτών;

»Επέστρεψα στο Σάντος και αποκάλυψα στον επιστημονικό κόσμο τα δείγματα που είχα ανακαλύψει, προκαλώντας μεγάλο σούσουρο και συζητήσεις. Τα φύλλα και τα λουλούδια που είχα φέρει τα έκανα δωρεά στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Μπουένος Άιρες, και κράτησα για μένα τα δείγματα που σας έδειξα.

»Και τώρα, κύριε, θα σας μιλήσω για το αληθινά τρομακτικό κομμάτι της περίπτωσής μου. Έχω ήδη αναφέρει ότι αφότου επέστρεψα, τα ανησυχητικά συμπτώματα που είχαν προκαλέσει τα αγκάθια της  Olivaria vigilans επανήλθαν με αυξανόμενη συχνότητα. Κι αντί να γίνονται πιο ήπια, εντείνονταν όλο και περισσότερο. Ακόμα πιο ανησυχητικό και αγχωτικό ήταν κι ένα νέο φαινόμενο: το δέρμα μου είχε αρχίσει να γίνεται πράσινο. Στην αρχή είχε όλο μου το σώμα έναν πολύ ανοιχτόχρωμο πρασινωπό τόνο, κάτι που τόσο εγώ όσο και οι γιατροί που με εξέτασαν θεώρησαν πως ήταν σύμπτωμα ίκτερου. Στη συνέχεια όμως, παρά τις όποιες αγωγές, το χρώμα όλο και σκούραινε, ενώ οι κυκλοφορικές ανωμαλίες που είχα γίνονταν ολοένα και πιο έντονες και δυσάρεστες.

»Ένας φρικτός εφιάλτης άρχισε να βαραίνει την ψυχή μου. Ανακαλώντας στη μνήμη μου τα διφορούμενα λόγια του γέρου φύλαρχου και τον αλλόκοτο του φόβο του Γουαρανί υπηρέτη μου, μια ύπουλη υποψία βάλθηκε να μου δηλητηριάζει το μυαλό. Μια μέρα έκανα ένα αποφασιστικής σημασίας πείραμα στον εαυτό μου, εξετάζοντας στο μικροσκόπιο μια σταγόνα από το αίμα μου. Κι εκεί είδα την αλήθεια. Αποκαλύφθηκε με όλη της την τρομακτική επιβεβαίωση, και ο εφιάλτης πήρε μορφή, το όνειρο έγινε χειροπιαστή πραγματικότητα. Μια τρομερή μάχη μαινόταν στο αίμα μου. Δεν ξέρω αν έχει τύχει ποτέ να παρατηρήσετε κάτω από το μικροσκόπιο το αίμα ενός ανθρώπου που πάσχει από την ασθένεια του ύπνου και να δείτε τα στάδια της μάχης ανάμεσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια και το καταστροφικό τρυπανόσωμα. Αν ναι, θα ξέρετε ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια βρίσκονται συνεχώς σε αναβρασμό και σε μία εκπληκτικά ασταμάτητη κίνηση. Τα ερυθροκύτταρα σπρώχνονται συνέχεια το ένα πάνω στο άλλο, στροβιλίζονται, διαλύονται, ενώνονται μεταξύ τους, αιωρούνται, αναπηδούν, για να αποφύγουν την καταστροφική επαφή μ’ αυτά τα μικροσκοπικά παράσιτα που έχουν σχήμα φιδιού και ελίσσονται με κάθε δυνατό τρόπο. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, τα ζωογόνα κόκκινα κύτταρα μειώνονται δραματικά ενώ οι αδίστακτοι εχθροί τους αυξάνονται θεαματικά και αρχίζουν τον χορό, μεθυσμένοι από την καταστροφικότητά τους.

»Ένα παρόμοιο θέαμα αντίκρισα κι εγώ στη σταγόνα από το αίμα μου. Δεν ήταν ωστόσο τα θανατηφόρα τρυπανοσώματα που πολεμούσαν τα ερυθρά μου αιμοσφαίρια, αλλά πολλά άλλα άγνωστα κύτταρα που είχαν έντονο πράσινο χρώμα κι έπεφταν ορμητικά πάνω τους, νικώντας τα και καταστρέφοντάς τα. Με τρόμο διαπίστωσα ότι ήταν κύτταρα φυτών! Μέσα στο αίμα μου είχε εισβάλει φυτικός χυμός και με τον καιρό αντικαθιστούσε το κόκκινο υγρό που μας κρατάει στη ζωή. Οι γιατροί στους οποίους απευθύνθηκα απλά ανασήκωσαν τους ώμους τους και δήλωσαν αδυναμία, όντας αντιμέτωποι με ένα φαινόμενο που ξέφευγε από τις γνώσεις και την επιστήμη τους. Τους είπα τι είχε συμβεί, περιγράφοντας τους φόβους μου και τα παράξενα λόγια που είχα ακούσει από τον φύλαρχο. Αρκέστηκαν να χαμογελάσουν και, αφού μου συνταγογράφησαν αγωγές που δεν έκαναν τίποτα, το δίχως άλλο για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους πάνω απ’ όλα, ανασήκωσαν και πάλι τους ώμους τους. Πιστέψτε με, ένιωθα ότι το σώμα μου μεταμορφωνόταν, ότι δεν ήμουν πια ο εαυτός μου, ότι το αίμα μου δεν ήταν δικό μου, ότι θα είχα μια σκοτεινή μοίρα την οποία η κάθε μου σκέψη αποστρεφόταν με βδελυγμία.

»Έτσι λοιπόν έφυγα από την πατρίδα μου, κυρίως επιζητώντας μια αλλαγή κλίματος, όπως κάνουν όλοι οι ασθενείς όταν είναι με το ένα πόδι στον τάφο. Δοκίμασα να μείνω πότε σε ψυχρά κλίματα και πότε σε κλίματα του Ισημερινού, μέχρι που πριν από μερικούς μήνες έφτασα στην υπέροχη ιταλική γη.»

Ο γιατρός απόμεινε σιωπηλός και σκεπτικός για λίγο, με σκυμμένο το κεφάλι.

«Αύριο φεύγω, κύριε», πρόσθεσε ύστερα, «θα δώσω τέλος στην ύπαρξή μου πίσω στην πατρίδα μου, η οποία θα υποχρεωθεί να φιλοξενήσει τα απομεινάρια ενός ανθρώπου ο οποίος, όταν έρθει εκείνη η σπουδαία μέρα, δεν θα είναι πια άνθρωπος. Φαίνεστε ξαφνιασμένος. Ωστόσο αγνοείτε ακόμα το πιο απαίσιο κομμάτι της ανυπόφορης ύπαρξής μου. Πείτε μου όμως, θα θέλατε να μάθετε τα πάντα; Νιώθετε αρκετά δυνατός ώστε να αντέξετε ένα πραγματικά αποτρόπαιο θέαμα; Τότε λοιπόν θα τα μάθετε όλα, κύριε. Με βλέπετε ακίνητο σ’ αυτήν την καρέκλα, με τα πόδια μου αδρανή και τα χέρια μου καλυμμένα με αυτά τα μεταξωτά γάντια. Πιστεύετε πως είμαι παράλυτος, έτσι δεν είναι; Θα σας δείξω λοιπόν τώρα τα χέρια μου και θα καταλάβετε. Όλα μου τα μέλη είναι έτσι, ή θα γίνουν έτσι σύντομα. Θα τα δείτε τώρα, κύριε, γι’ αυτό να είστε δυνατός.»

Μου ζήτησε να χτυπήσω ένα ηλεκτρικό κουδούνι στον τοίχο. Το έκανα, κι αμέσως εμφανίστηκε ένας αφοσιωμένος υπηρέτης, συμπατριώτης του γιατρού, ο οποίος πήγε και στάθηκε πλάι στην καρέκλα του. Ο γιατρός γύρισε και τον κοίταξε.

«Βγάλε μου τα γάντια, Αλόνσο», είπε χαμηλόφωνα στα ισπανικά.

Και τότε – Θεέ και Κύριε! Τι θέαμα αντίκρισαν τα μάτια μου, τα οποία διαστάλθηκαν από τον τρόμο! Όχι, δε μπορεί! Μήπως ήταν παραίσθηση; Δε μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Αφού αφαιρέθηκαν τα γάντια, φάνηκαν τα χέρια του παράλυτου. Δηλαδή χέρια, που λέει ο λόγος. Δεν ήταν χέρια αυτά που είδα. Όχι! Ήταν φύλλα, σαρκώδη φύλλα, παρόμοια με αυτά της φραγκοσυκιάς – δύο μεγάλα, πράσινα φύλλα που ξεκινούσαν από κάτι απωθητικούς κορμούς οι οποίοι έμοιαζαν με ανθρώπινους βραχίονες χωρίς δέρμα. Και το πιο τρομακτικό απ’ όλα ήταν ότι πάνω σ’ αυτές τις μικρές, άμορφες μάζες κάθονταν τα μοχθηρά και φρικιαστικά μάτια που είχα δει πάνω στο φύλλο που ήταν κλεισμένο μέσα στη γυάλινη προθήκη.

Ούρλιαξα με φρίκη κι έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

 

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη

Ο Luigi Ugolini (1891-1980) ήταν Ιταλός συγγραφέας, γνωστός περισσότερο για τις μυθιστορηματικές βιογραφίες του Ιταλών επιστημόνων και καλλιτεχνών, καθώς και για την καταγραφή σε έναν τόμο παραδόσεων, ηθών και εθίμων της Τοσκάνης και της Φλωρεντίας. Ήταν επίσης ζωγράφος, γαστρονόμος και ορνιθολόγος. Την ιστορία φαντασίας «Ο Λαχανάνθρωπος» την έγραψε το 1917.

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο (Thomas Hardy)

Η παλιά εκκλησία του Σεν Πάνκρας  «Θυμάσαι τότε που βρήκαμε εκείνον τον άντρα με τα δύο κεφάλια στου Σεν Πάνκρας;» Αυτά τα λόγια ενός φίλου ...