Την παρακάτω ιστορία μου την αφηγήθηκε ο πράσινος άνθρωπος:
«Είναι πολύ φυσικό, κύριε, να ξαφνιάζεστε από το χρώμα του προσώπου μου. Αυτό το χρώμα είναι η αιτία που μήνες τώρα αποφεύγω να εκτίθεμαι στα μάτια των ανθρώπων. Γιατί δεν είναι μια ιστορία που μπορώ να πω σε όποιον με βλέπει. Με σας ωστόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με έχετε δει, είστε γείτονάς μου, έχετε ρωτήσει για την υγεία μου και, το πιο σημαντικό, είστε ένας ευφυής και ισορροπημένος άνθρωπος. Γι’ αυτό και δεν θα σας κρύψω τίποτα και, σας παρακαλώ, να πιστέψετε όλα όσα θα ακούσετε, ακόμα κι αν σας φανούν παράξενα και ανήκουστα.
»Ονομάζομαι Δρ. Μπενίτο Ολιβάρες. Γεννήθηκα στο Σάντος της Βραζιλίας και σπούδασα Φυσικές Επιστήμες. Αυτά τα στοιχεία είναι αρκετά σαν εισαγωγή. Αργότερα θα σας πω τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψα την πατρίδα μου και βρίσκομαι στην Ιταλία. Ωστόσο δεν είναι οι προσωπικές μου περιπέτειες που σας ενδιαφέρουν, ακόμα κι αν εγώ ήθελα να σας τις εξιστορήσω. Ρωτήσατε για την υγεία μου, γι’ αυτό και θα σας πω χωρίς περιστροφές πώς προέκυψε η ασθένειά μου. Ανέφερα ότι είμαι Βραζιλιάνος και φαντάζομαι πως ξέρετε ήδη τη φήμη της πατρίδας μου: είναι μια αχανής έκταση, μεγαλύτερη κι από την Ευρώπη, ενώ σχεδόν η μισή παραμένει ανεξερεύνητη. Τι γνωρίζουμε για τον αδιαπέραστο Αμαζόνιο ή για το μυστηριώδες Μάτο Γκρόσο; Η άγνοιά μας γι’ αυτή την τόσο εύφορη και σαγηνευτική γη άναψε μέσα μου την επιθυμία να ανακαλύψω τα μυστήριά της. Με το πάθος του πρωτοπόρου και τον ζήλο του επιστήμονα, καθώς η επιστήμη έχει να κάνει με την πίστη και το μαρτύριο, εισέβαλα στα παρθένα δάση κι ανακάλυψα τις απομακρυσμένες πηγές των πιο θαυμαστών ποταμών, αναμετρώντας τον εαυτό μου με τον θάνατο μέσα σ’ αυτό το δηλητηριασμένο κλίμα, ρισκάροντας τα τρομακτικά δαγκώματα των θανατηφόρων φιδιών που ζούσαν στις μυστηριώδεις σκιές της ζούγκλας. Ανακάλυψα αμέτρητα μυστικά μέσα στην ανεξέλεγκτη αυτή χλωρίδα, με την ελεύθερη, πλούσια βλάστηση η οποία οριακά δήλωνε θριαμβευτικά την κυριαρχία της στην εύφορη γη, λες και φύλαγε με ζήλο τα πιο όμορφα, κρυμμένα μυστικά της, θέλοντας να εκδικηθεί κάθε επίδοξο εισβολέα.
»Πέρασαν έτσι δύο χρόνια, και βρέθηκα χαμένος στη λεκάνη του Αμαζονίου κοντά στα σύνορα με το Μάτο Γκρόσο, να περιπλανιέμαι μέσα στη βλάστηση που ήταν ταυτόχρονα εκθαμβωτική και διανθισμένη με υπερφυσικές χάρες. Τα φτωχά μου λόγια, κύριε, δεν μπορούν παρά μια ελάχιστη ιδέα να σας δώσουν γι’ αυτό το εκπληκτικό θέαμα, τον θρίαμβο των φυτών και του ηλιόφωτος, της μοναδικής αντίθεσης ανάμεσα στις κρύες σκιές και το εκτυφλωτικό φως, της σιωπηλής, θηριώδους μάχης όπου πρωταγωνιστούσαν αδιάσπαστοι εναγκαλισμοί και τρομερά συνονθυλεύματα. Ωστόσο ένα σιωπηλό, ύπουλο όπλο κυριαρχεί στη βουβή μάχη του φυτικού βασιλείου: η λιάνα. Είναι το χταπόδι του δάσους, το πλοκάμι που παραλύει, η θηλιά που κόβει την κυκλοφορία των χυμών και προκαλεί στα φυτά ασφυξία και γάγγραινα. Έβλεπες το Cipo Matador, τη λιάνα -δολοφόνο, να αγκαλιάζει αργά και ύπουλα τους μεγαλοπρεπείς κορμούς των φίκων ή τις καρυδιές. Σιγά σιγά τα κλαδιά της γίνονται μικροί δακτύλιοι που μόνο με ένα τσεκούρι μπορούν να κοπούν και ξεπετιούνται μέσα από τις άκρες τους, σαν υγρά δάχτυλα που μετατρέπονται σε στερεά καθώς ανεβαίνουν, ώσπου τελικά ένα πραγματικό θηκάρι από φυτό περικυκλώνει και πνίγει τους φιλήσυχους γίγαντες του δάσους, χωρίς να αφήνει τον χυμό να κυκλοφορήσει, στερώντας του την ανάσα και τη ζωή.
»Μια μέρα λοιπόν, καθώς θαύμαζα μια τέτοια μάχη της φύσης, και, παρεμπιπτόντως, έχοντας κι εγώ παγιδευτεί μέσα σε έναν μεγάλο θάμνο λιάνας, πήρε το μάτι μου ξαφνικά ένα φυτό που δεν είχα ξαναδεί έως τότε και απορρόφησε όλη την προσοχή μου. Το φαντάζεσαι; Ένα νέο φυτό.
Πόση χαρά, τι θρίαμβος, τι παραζάλη για έναν βοτανολόγο να κάνει μια τέτοια ανακάλυψη. Τρέμοντας από συγκίνηση, πλησίασα αυτό το νέο είδος κι άρχισα να το μελετώ εξονυχιστικά και με απόλυτη αγάπη. Και όχι, δεν με είχε ξεγελάσει η πρώτη εντύπωση. Ήμουν όντως ενώπιον ενός δείγματος ενός άγνωστου είδους, που μάταια προσπαθούσα να ταξινομήσω. Μα την πίστη μου, ήταν λες και το φυτό αυτό δημιουργήθηκε επίτηδες για να αναστατώσει ό,τι επιστημονική γνώση είχα και δεν είχα πάνω στη Βοτανική. Για την ακρίβεια, ήταν μια ζωντανή αντίφαση. Πάνω που πήγαινα να αναγνωρίσω πάνω του ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό από κάποιο είδος, εμφανιζόταν μια άλλη λεπτομέρεια εκ διαμέτρου αντίθετη, και μετά μια άλλη, και στη συνέχεια μια άλλη, ώσπου τελικά η σκέψη μου χάθηκε μέσα σ’ αυτή τη μάταιη διαδικασία της ταξινόμησης.
»Τελικά έβγαλα το συμπέρασμα ότι αυτό το αξιοθαύμαστο φυτό ήταν από μόνο του μια τάξη, μια οικογένεια, ένα είδος και μια ποικιλία. Ήταν, κοντολογίς, ο πρόγονος μιας τάξης οι απόγονοι της οποίας μου ήταν άγνωστοι. Το δέος και η ευτυχία που ένιωθα δεν είχαν όριο. Αυτό που μπορώ να σου για την εξωτερική εμφάνιση αυτού του μοναδικού δείγματος είναι το εξής: ήταν ένας θάμνος με ύψος ανθρώπου μετρίου αναστήματος, με παλαμοειδή φύλλα, χοντρά και σαρκώδη. Τα κλαδιά του είχαν ένα κοκκινωπό κρεατί χρώμα που οριακά μου έφερνε αηδία. Μου θύμιζαν… Ε ναι, μου θύμιζαν ανθρώπινα μέλη χωρίς το δέρμα. Λεπτές άσπρες τρίχες από ανθεκτικά νήματα που έμοιαζαν με του καλαμποκιού ξεκινούσαν από την κορφή του φυτού και το κάλυπταν ολόκληρο. Δεν είχε λουλούδια, αν με τον όρο «λουλούδι» εννοούμε τα άνθη ή τα πολύχρωμα στεφάνια. Ωστόσο πάνω στα κλαδιά του είχαν σχηματιστεί δύο ωοειδή κελύφη που έμοιαζαν με μάτια. Ναι, δύο μάτια, ούτε πιο πολλά ούτε πιο λίγα. Δείτε και μόνος σας, κύριε, το δείγμα που έχω κρατήσει σ’ αυτήν εδώ την προθήκη.»
Με μεγάλη περιέργεια, πλησίασα τη γυάλινη προθήκη που μου πρότεινε με το κενό βλέμμα του ο πράσινος άνθρωπος, και δεν κατάφερα να εμποδίσω την ανατριχίλα που διαπέρασε όλα μου τα μέλη: πάνω στο ράφι είδα ένα μεγάλο φύλλο το οποίο έμοιαζε με αυτό της φραγκοσυκιάς. Ωστόσο πάνω στην επιφάνειά του είδα όντως δύο μάτια, σχηματισμένα με θαυμαστή ακρίβεια – δύο εντελώς ανθρώπινα μάτια που ήταν λες και με κοιτούσαν με έναν δυσοίωνο και μοχθηρό τρόπο. Έκανα ένα βήμα πίσω, σοκαρισμένος από το αποκρουστικό θέαμα.
«Εκπληκτικό!» αναφώνησα, ενώ ακόμη έτρεμα χωρίς να το θέλω. «Αυτά τα μάτια είναι απολύτως αληθινά!»
Ο πράσινος άνθρωπος έγνεψε καταφατικά.
«Είναι το βλέμμα του πεπρωμένου μου», μουρμούρισε άτονα και συνέχισε την ιστορία του.
«Θέλοντας ν’ αποκτήσω αυτό το παράξενο φυτό, άπλωσα το χέρι μου για να το κόψω από τον κορμό, τη στιγμή όμως που το έκανα, ένας τρομερός πόνος μ’ έκανε να ουρλιάξω. Κάτι πολύ κοφτερά, κυρτά αγκάθια που δεν είχα προσέξει νωρίτερα, είχαν μπηχτεί στο χέρι μου. Το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ότι καθώς τα περιεργαζόμουν, παρατήρησα ότι από κάθε απόληξή τους αναπηδούσε μια σταγόνα από ένα πράσινο υγρό. Κοντολογίς, ήταν κάπως σαν τα δόντια της οχιάς. Αυτά τα αγκάθια λοιπόν πονούσαν πολύ. Για λίγο, ένιωθα ένα έντονο κάψιμο, και στη συνέχεια ένα ρίγος που πέρασε μέσα από τις φλέβες μου κι έφτασε ξάφνου στην καρδιά μου. Νικημένος πια, αναγκάστηκα να καθίσω κάτω.
»Για κάποια ώρα το σώμα μου ήταν γεμάτο μ’ αυτή την έντονη αίσθηση δυσφορίας, σε τέτοιο βαθμό που άρχισα να φοβάμαι ότι όντως είχα δηλητηριαστεί από τον χυμό του φυτού. Αργότερα ωστόσο, σιγά σιγά άρχισαν να υποχωρούν τα συμπτώματα, και σύντομα κατάφερα να ξανασηκωθώ και να στρέψω και πάλι την προσοχή μου στην βοτανική μου ανακάλυψη. Με μεγάλη προσοχή μάζεψα μερικά φύλλα και λουλούδια και τα πήρα μαζί μου, φροντίζοντας για την ασφαλή μεταφορά τους. Μεθυσμένος καθώς ήμουν από την θαυμαστή ανακάλυψή μου, έδωσα το όνομά μου σ’ αυτόν τον αλλόκοτο θάμνο, ονομάζοντάς τον Olivaria vigilans γιατί με τα ορθάνοιχτα μάτια του και τα ύπουλα αγκάθια του ήταν σαν να παρακολουθούσε και να επιτηρούσε τη δική του απαράβατη ιερότητα και ασφάλεια.
»Ταυτόχρονα ωστόσο οδηγήθηκα και σε μια δυσάρεστη παρατήρηση. Τα οδυνηρά φαινόμενα που παρουσιάστηκαν όταν με τσίμπησαν τα αγκάθια, άρχισαν να επανέρχονται. Στην αρχή κατά πολύ αραιά διαστήματα, αλλά βαθμιαία με μεγαλύτερη συχνότητα. Ένα σύγκρυο διαπέρασε τις φλέβες μου και την καρδιά μου, συνοδευόμενο από ένα γενικευμένο μούδιασμα των μελών και τρομερή αδυναμία. Τα απέδωσα στο γεγονός ότι είχα περάσει υπερβολικά πολύ καιρό στο θανατηφόρο κλίμα του Αμαζονίου και ετοιμάστηκα για να επιστρέψω στην ακτή. Στο μεταξύ, λίγο καιρό μετά την ανακάλυψη της Olivaria vigilans, συνέβησαν δύο περιστατικά που αναστάτωσαν την ηρεμία μου και μου προκάλεσαν μεγάλη ταραχή.
»Μια μέρα που καθόμουν στη σκηνή μου και κρατούσα σημειώσεις για το φυτό μου, είδα δίπλα μου έναν ντόπιο από τη συνοδεία μου, έναν Γουαρανί από τον Αμαζόνιο. Σκέφτηκα ότι αυτός, ως ειδικός σ’ αυτά τα δάση, θα μπορούσε ίσως να μου δώσει κάποιες πληροφορίες για το μυστηριώδες φυτό. Τον φώναξα λοιπόν και τον ρώτησα, δείχνοντάς του τα λουλούδια και τα φύλλα. Μόλις τα είδε όμως ο Ινδιάνος, έβγαλε μια κραυγή τρόμου και δέους. Έμεινε για λίγο να με κοιτάζει με βαθιά απόγνωση και μετά έτρεξε προς το δάσος σαν τρελός. Ούτε ξαναγύρισε, ούτε άκουσα ξανά γι’ αυτόν.
»Λίγες μέρες αργότερα, έφτασα σε ένα μεγάλο χωριό με ευγενικούς και φιλόξενους Ινδιάνους. Καθώς περίμενα εκεί, πήγα και μίλησα με τον ηλικιωμένο αρχηγό της φυλής, που τον θεωρούσαν πάνσοφο. Του είπα για ένα φυτό που αναζητούσε και του το περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια, χωρίς ωστόσο να αναφέρω ότι στην πραγματικότητα το είχα ήδη βρει. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ακόμα και ο γέρος φύλαρχος άρχισε να τρέμει και να φαίνεται από την αντίδρασή του ότι είχε τρομοκρατηθεί, ενώ έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει την ερώτησή μου. Όλο αυτό μου είχε εξάψει την περιέργεια, και συνέχισα να τον ρωτάω, επιμένοντας να πάρω μια απάντηση, κι έφτασα στο σημείο να του προσφέρω μια καραμπίνα με αντάλλαγμα τις πληροφορίες του. Η επιμονή μου και το δώρο μου νίκησαν τελικά τις αναστολές του.
»Με συνωμοτική προσοχή, είπε: ‘Αυτό που ψάχνεις, ξένε, είναι ένα φυτό που δε μοιάζει με κανένα άλλο. Είναι το Ινουακόλτζι, το μεγάλο πνεύμα των φυτών. Μην το ψάξεις, ταξιδιώτη, γιατί αν το βρεις, θα σου δώσει τη μορφή του.’ Αυτά ήταν τα περίεργα λόγια του γέρου φύλαρχου, και τίποτα περισσότερο δεν κατάφερα να τον κάνω να μου πει. Χαμογέλασα ακούγοντας αυτήν την αλλόκοτη δεισιδαιμονία, γιατί ποιος μπορούσε να πιστέψει ότι υπήρχε όντως μια θεότητα των φυτών;
»Επέστρεψα στο Σάντος και αποκάλυψα στον επιστημονικό κόσμο τα δείγματα που είχα ανακαλύψει, προκαλώντας μεγάλο σούσουρο και συζητήσεις. Τα φύλλα και τα λουλούδια που είχα φέρει τα έκανα δωρεά στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Μπουένος Άιρες, και κράτησα για μένα τα δείγματα που σας έδειξα.
»Και τώρα, κύριε, θα σας μιλήσω για το αληθινά τρομακτικό κομμάτι της περίπτωσής μου. Έχω ήδη αναφέρει ότι αφότου επέστρεψα, τα ανησυχητικά συμπτώματα που είχαν προκαλέσει τα αγκάθια της Olivaria vigilans επανήλθαν με αυξανόμενη συχνότητα. Κι αντί να γίνονται πιο ήπια, εντείνονταν όλο και περισσότερο. Ακόμα πιο ανησυχητικό και αγχωτικό ήταν κι ένα νέο φαινόμενο: το δέρμα μου είχε αρχίσει να γίνεται πράσινο. Στην αρχή είχε όλο μου το σώμα έναν πολύ ανοιχτόχρωμο πρασινωπό τόνο, κάτι που τόσο εγώ όσο και οι γιατροί που με εξέτασαν θεώρησαν πως ήταν σύμπτωμα ίκτερου. Στη συνέχεια όμως, παρά τις όποιες αγωγές, το χρώμα όλο και σκούραινε, ενώ οι κυκλοφορικές ανωμαλίες που είχα γίνονταν ολοένα και πιο έντονες και δυσάρεστες.
»Ένας φρικτός εφιάλτης άρχισε να βαραίνει την ψυχή μου. Ανακαλώντας στη μνήμη μου τα διφορούμενα λόγια του γέρου φύλαρχου και τον αλλόκοτο του φόβο του Γουαρανί υπηρέτη μου, μια ύπουλη υποψία βάλθηκε να μου δηλητηριάζει το μυαλό. Μια μέρα έκανα ένα αποφασιστικής σημασίας πείραμα στον εαυτό μου, εξετάζοντας στο μικροσκόπιο μια σταγόνα από το αίμα μου. Κι εκεί είδα την αλήθεια. Αποκαλύφθηκε με όλη της την τρομακτική επιβεβαίωση, και ο εφιάλτης πήρε μορφή, το όνειρο έγινε χειροπιαστή πραγματικότητα. Μια τρομερή μάχη μαινόταν στο αίμα μου. Δεν ξέρω αν έχει τύχει ποτέ να παρατηρήσετε κάτω από το μικροσκόπιο το αίμα ενός ανθρώπου που πάσχει από την ασθένεια του ύπνου και να δείτε τα στάδια της μάχης ανάμεσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια και το καταστροφικό τρυπανόσωμα. Αν ναι, θα ξέρετε ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια βρίσκονται συνεχώς σε αναβρασμό και σε μία εκπληκτικά ασταμάτητη κίνηση. Τα ερυθροκύτταρα σπρώχνονται συνέχεια το ένα πάνω στο άλλο, στροβιλίζονται, διαλύονται, ενώνονται μεταξύ τους, αιωρούνται, αναπηδούν, για να αποφύγουν την καταστροφική επαφή μ’ αυτά τα μικροσκοπικά παράσιτα που έχουν σχήμα φιδιού και ελίσσονται με κάθε δυνατό τρόπο. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, τα ζωογόνα κόκκινα κύτταρα μειώνονται δραματικά ενώ οι αδίστακτοι εχθροί τους αυξάνονται θεαματικά και αρχίζουν τον χορό, μεθυσμένοι από την καταστροφικότητά τους.
»Ένα παρόμοιο θέαμα αντίκρισα κι εγώ στη σταγόνα από το αίμα μου. Δεν ήταν ωστόσο τα θανατηφόρα τρυπανοσώματα που πολεμούσαν τα ερυθρά μου αιμοσφαίρια, αλλά πολλά άλλα άγνωστα κύτταρα που είχαν έντονο πράσινο χρώμα κι έπεφταν ορμητικά πάνω τους, νικώντας τα και καταστρέφοντάς τα. Με τρόμο διαπίστωσα ότι ήταν κύτταρα φυτών! Μέσα στο αίμα μου είχε εισβάλει φυτικός χυμός και με τον καιρό αντικαθιστούσε το κόκκινο υγρό που μας κρατάει στη ζωή. Οι γιατροί στους οποίους απευθύνθηκα απλά ανασήκωσαν τους ώμους τους και δήλωσαν αδυναμία, όντας αντιμέτωποι με ένα φαινόμενο που ξέφευγε από τις γνώσεις και την επιστήμη τους. Τους είπα τι είχε συμβεί, περιγράφοντας τους φόβους μου και τα παράξενα λόγια που είχα ακούσει από τον φύλαρχο. Αρκέστηκαν να χαμογελάσουν και, αφού μου συνταγογράφησαν αγωγές που δεν έκαναν τίποτα, το δίχως άλλο για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους πάνω απ’ όλα, ανασήκωσαν και πάλι τους ώμους τους. Πιστέψτε με, ένιωθα ότι το σώμα μου μεταμορφωνόταν, ότι δεν ήμουν πια ο εαυτός μου, ότι το αίμα μου δεν ήταν δικό μου, ότι θα είχα μια σκοτεινή μοίρα την οποία η κάθε μου σκέψη αποστρεφόταν με βδελυγμία.
»Έτσι λοιπόν έφυγα από την πατρίδα μου, κυρίως επιζητώντας μια αλλαγή κλίματος, όπως κάνουν όλοι οι ασθενείς όταν είναι με το ένα πόδι στον τάφο. Δοκίμασα να μείνω πότε σε ψυχρά κλίματα και πότε σε κλίματα του Ισημερινού, μέχρι που πριν από μερικούς μήνες έφτασα στην υπέροχη ιταλική γη.»
Ο γιατρός απόμεινε σιωπηλός και σκεπτικός για λίγο, με σκυμμένο το κεφάλι.
«Αύριο φεύγω, κύριε», πρόσθεσε ύστερα, «θα δώσω τέλος στην ύπαρξή μου πίσω στην πατρίδα μου, η οποία θα υποχρεωθεί να φιλοξενήσει τα απομεινάρια ενός ανθρώπου ο οποίος, όταν έρθει εκείνη η σπουδαία μέρα, δεν θα είναι πια άνθρωπος. Φαίνεστε ξαφνιασμένος. Ωστόσο αγνοείτε ακόμα το πιο απαίσιο κομμάτι της ανυπόφορης ύπαρξής μου. Πείτε μου όμως, θα θέλατε να μάθετε τα πάντα; Νιώθετε αρκετά δυνατός ώστε να αντέξετε ένα πραγματικά αποτρόπαιο θέαμα; Τότε λοιπόν θα τα μάθετε όλα, κύριε. Με βλέπετε ακίνητο σ’ αυτήν την καρέκλα, με τα πόδια μου αδρανή και τα χέρια μου καλυμμένα με αυτά τα μεταξωτά γάντια. Πιστεύετε πως είμαι παράλυτος, έτσι δεν είναι; Θα σας δείξω λοιπόν τώρα τα χέρια μου και θα καταλάβετε. Όλα μου τα μέλη είναι έτσι, ή θα γίνουν έτσι σύντομα. Θα τα δείτε τώρα, κύριε, γι’ αυτό να είστε δυνατός.»
Μου ζήτησε να χτυπήσω ένα ηλεκτρικό κουδούνι στον τοίχο. Το έκανα, κι αμέσως εμφανίστηκε ένας αφοσιωμένος υπηρέτης, συμπατριώτης του γιατρού, ο οποίος πήγε και στάθηκε πλάι στην καρέκλα του. Ο γιατρός γύρισε και τον κοίταξε.
«Βγάλε μου τα γάντια, Αλόνσο», είπε χαμηλόφωνα στα ισπανικά.
Και τότε – Θεέ και Κύριε! Τι θέαμα αντίκρισαν τα μάτια μου, τα οποία διαστάλθηκαν από τον τρόμο! Όχι, δε μπορεί! Μήπως ήταν παραίσθηση; Δε μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Αφού αφαιρέθηκαν τα γάντια, φάνηκαν τα χέρια του παράλυτου. Δηλαδή χέρια, που λέει ο λόγος. Δεν ήταν χέρια αυτά που είδα. Όχι! Ήταν φύλλα, σαρκώδη φύλλα, παρόμοια με αυτά της φραγκοσυκιάς – δύο μεγάλα, πράσινα φύλλα που ξεκινούσαν από κάτι απωθητικούς κορμούς οι οποίοι έμοιαζαν με ανθρώπινους βραχίονες χωρίς δέρμα. Και το πιο τρομακτικό απ’ όλα ήταν ότι πάνω σ’ αυτές τις μικρές, άμορφες μάζες κάθονταν τα μοχθηρά και φρικιαστικά μάτια που είχα δει πάνω στο φύλλο που ήταν κλεισμένο μέσα στη γυάλινη προθήκη.
Ούρλιαξα με φρίκη κι έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη
Ο Luigi Ugolini (1891-1980) ήταν Ιταλός συγγραφέας, γνωστός περισσότερο για τις μυθιστορηματικές βιογραφίες του Ιταλών επιστημόνων και καλλιτεχνών, καθώς και για την καταγραφή σε έναν τόμο παραδόσεων, ηθών και εθίμων της Τοσκάνης και της Φλωρεντίας. Ήταν επίσης ζωγράφος, γαστρονόμος και ορνιθολόγος. Την ιστορία φαντασίας «Ο Λαχανάνθρωπος» την έγραψε το 1917.