Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Ελεονόρα (Edgar Allan Poe)

Sub conservatione formae specificae salva anima
[Υπό την προστασία μιας συγκεκριμένης μορφής, η ψυχή μπορεί να σωθεί]
Ραϊμούνδος Λούλιος

Προέρχομαι από μια γενιά που την χαρακτηρίζουν η αχαλίνωτη φαντασία και το άσβεστο πάθος. Ο κόσμος με λέει τρελό, ωστόσο το ερώτημα δεν έχει ακόμα διασαφηνιστεί, αν η τρέλα είναι τελικά ή όχι η πιο ευγενής έκφανση της ευφυΐας – αν κάποιες από τις σκέψεις τις ξεχωριστές, αν όλες οι βαθυστόχαστες ιδέες δεν πηγάζουν από την ασθένεια του πνεύματος – από τις διαθέσεις του μυαλού που κυριαρχούν εις βάρος της γενικότερης νοημοσύνης. Εκείνοι που βλέπουν όνειρα την ημέρα είναι γνώστες πολλών πραγμάτων τα οποία περνούν απαρατήρητα από όσους ονειρεύονται μόνο τη νύχτα. Μέσα στα γκρίζα οράματά τους κατακτούν στιγμές της αιωνιότητας και καθώς ξυπνούν ανακαλύπτουν με δέος ότι είχαν βρεθεί μια ανάσα από την αποκάλυψη κάποιου μεγάλου μυστικού. Μέσα σε λίγες στιγμές μαθαίνουν κάτι από τη σοφία του καλού και κάτι περισσότερο από την απλή γνώση του κακού. Εισχωρούν, ωστόσο, χωρίς πηδάλιο και χωρίς πυξίδα, στον απέραντο ωκεανό του “αρρήτου φωτός” και πάλι, όπως στις περιπέτειες του Νουβιανού γεωγράφου, “agressi sunt mare tenebrarum, quid in eo esset exploraturi.” [“εισβάλλουν στη Θάλασσα του Σκότους για να ανακαλύψουν τι κρύβει”]

Ας πούμε λοιπόν ότι είμαι τρελός. Ή τουλάχιστον ας δεχτώ ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές καταστάσεις πνευματικής υπόστασης: η κατάσταση της διαυγούς λογικής η οποία είναι αδιαμφισβήτητη και σχετίζεται με την ανάμνηση των γεγονότων που αποτελούν την πρώτη εποχή της ζωής μου, και μια κατάσταση σκιάς και αμφιβολίας που αφορά το παρόν και την αναπόληση όλων όσων αποτελούν τη δεύτερη μεγάλη περίοδο της ύπαρξής μου. Επομένως ό,τι αφηγηθώ σχετικά με τα πρώτα χρόνια, να το πιστέψετε. Και ό,τι πιθανώς αναφέρεται σε μια μεταγενέστερη εποχή, δώστε του όση πίστη κρίνετε εσείς ή και αμφισβητείστε το εντελώς ή, αν δεν μπορείτε να το αμφισβητήσετε, να  αντιμετωπίσετε το αίνιγμά του όπως είχε κάνει κάποτε ο Οιδίποδας.

Εκείνη που αγάπησα στα νιάτα μου, και την ανάμνηση της οποίας τώρα καταγράφω με ηρεμία και σαφήνεια, ήταν η μοναχοκόρη της μονάκριβης αδελφής της μακαρίτισσας της μητέρας μου. Ελεονόρα ήταν το όνομα της ξαδέλφης μου. Ζούσαμε μαζί όλη μας τη ζωή, κάτω από τον τροπικό ήλιο, στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Ήταν αδύνατο να φτάσει κανείς τυχαία σ’ αυτή την κοιλάδα – γιατί ήταν κρυμμένη πίσω από μια σειρά γιγάντιους λόφους που υψώνονταν γύρω της και δεν άφηναν τον ήλιο να φωτίσει τις πιο κρυφές γωνιές της. Τα μονοπάτια γύρω της ήταν απάτητα, και για να φτάσει κανείς στο ευτυχισμένο σπιτικό μας έπρεπε να παραμερίσει με όλη του τη δύναμη τα φυλλώματα εκατοντάδων δέντρων και να τσαλαπατήσει την ομορφιά εκατομμυρίων μυρωδάτων λουλουδιών. Έτσι λοιπόν ζούσαμε ολομόναχοι, κι όλος ο κόσμος μας ήταν αυτή η κοιλάδα – εγώ, η ξαδέλφη μου και η μητέρα της.

Από τις σκοτεινές εκτάσεις πέρα από τα βουνά, στo υψηλότερo σημείο της προφυλαγμένης ιδιοκτησίας μας, ξεκινούσε ένα στενό και βαθύ ποτάμι που η λάμψη του ξεπερνούσε τα πάντα εκτός από τα μάτια της Ελεονόρας - στην φιδωτή διαδρομή του, σχημάτιζε στα κλεφτά μικρούς λαβυρίνθους και ένα μεγάλο μέρος του διέσχιζε ένα σκοτεινό φαράγγι ανάμεσα σε λόφους πιο ζοφερούς ακόμα κι από αυτούς από τους οποίους ξεκινούσε. Το λέγαμε ‘το Ποτάμι της Σιωπής’ γιατί καθώς κυλούσε ήταν σα να επέβαλε γύρω του την απόλυτη σιωπή. Δεν ακουγόταν το παραμικρό μουρμουρητό από τον πυθμένα του και κυλούσε τόσο ήρεμα που τα μαργαριταρένια βότσαλα που μας άρεσε να χαζεύουμε κάτω χαμηλά στα βάθη του δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση, μόνο έστεκαν ακίνητα, το καθένα στη θέση του, να λάμπουν εκπληκτικά στην αιωνιότητα.

Η κοίτη του ποταμού και των άπειρων λαμπυριστών ρυακιών που γλιστρούσαν αναπάντεχα μέσα στο κανάλι του, καθώς και τα κομμάτια εκείνα που ξεκινούσαν από την κοίτη και κατέληγαν κάτω χαμηλά στα βάθη του ρέματος φτάνοντας μέχρι τον πυθμένα με τα βότσαλα – αυτά τα σημεία, καθόλου λιγότερο από όλη την επιφάνεια της κοιλάδας, από το ποτάμι μέχρι και τα βουνά που την περιστοίχιζαν, ήταν σκεπασμένα όλα με απαλό, πράσινο γρασίδι, πυκνό, χαμηλό, τέλεια ευθυγραμμισμένο, που μύριζε βανίλια, πασπαλισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με κίτρινες νεραγκούλες, λευκές μαργαρίτες, μαβιές βιολέτες, κατακόκκινους ασφόδελους. Όλη αυτή η ασύλληπτη ομορφιά μιλούσε στις καρδιές μας με όλη της τη δύναμη για την αγάπη και τη δόξα του Θεού.

Εδώ κι εκεί, σε συστάδες μέσα στο γρασίδι, σαν ερημιές μέσα σε όνειρα, ξεπετάγονταν υπέροχα δέντρα των οποίων οι ψηλοί, λεπτοί κορμοί δεν έστεκαν ευθυτενείς, αλλά έγερναν με χάρη προς το φως που τρύπωνε τα μεσημέρια στη μέση της κοιλάδας. Η επιφάνειά τους ήταν χρωματισμένη με μια ζωηρή, μεγαλειώδη αλληλουχία από εβένινο μαύρο και ασημί, και ήταν ό,τι πιο απαλό υπήρχε στον κόσμο εκτός από τα μάγουλα της Ελεονόρας. Γι’ αυτό και, αν δεν υπήρχε το φωτεινό πράσινο των τεράστιων φύλλων που απλώνονταν από τις κορυφές τους σε μακριές, τρεμουλιαστές γραμμές παίζοντας με το αεράκι, μπορεί και να τα περνούσε κανείς για γιγάντια ερπετά της Συρίας που απέτειναν φόρο τιμής στον άρχοντά τους τον Ήλιο.

Για δεκαπέντε χρόνια τριγυρνούσα σ’ αυτή την κοιλάδα χέρι – χέρι με την Ελεονόρα προτού ο Έρωτας τρυπώσει στις καρδιές μας. Ήταν ένα απόγευμα, καθώς εκείνη κόντευε να κλείσει την τρίτη πενταετία της ζωής της κι εγώ την τέταρτη, που μείναμε αγκαλιασμένοι κάτω από τα δέντρα που έμοιαζαν με ερπετά, και κοιτούσαμε μέσα στο νερό του Ποταμιού της Σιωπής τις δικές μας αντανακλάσεις. Δεν είπαμε λέξη για όλο το υπόλοιπο εκείνης της υπέροχης μέρας, ενώ και οι κουβέντες μας το επόμενο πρωί ήταν βιαστικές και μετρημένες. Είχαμε ξυπνήσει τον Θεό Έρωτα μέσα από εκείνο το κύμα, και τώρα νιώθαμε ότι είχε ανάψει μέσα μας τις φλογερές ψυχές των προπατόρων μας. Τα πάθη που για αιώνες έκαναν τη γενιά μας τόσο ξεχωριστή ήρθαν ορμητικά φέρνοντας μαζί τους και κάθε λογής επιθυμίες, απλώνοντας μια παραληρηματική ευτυχία πάνω από την Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Κάτι άλλαξε τα πάντα γύρω μας. Παράξενα, πανέμορφα λουλούδια σε σχήματα αστεριών φύτρωναν φλογισμένα πάνω στα δέντρα όπου δεν υπήρχαν ποτέ έως τότε λουλούδια. Οι αποχρώσεις της πράσινης χλόης έγιναν πιο σκούρες κι όταν, μία – μία, οι λευκές μαργαρίτες άρχισαν να μαραίνονται, εμφανίστηκαν αναπάντεχα στη θέση τους  κατακόκκινοι ασφόδελοι. Η ζωή ξύπνησε στο δρόμο μας – γιατί το ψηλόλιγνο φλαμίνγκο, που έως τότε δεν το είχαμε δει ποτέ, μαζί με όλα τα χαρούμενα, φανταχτερά πουλιά, μας έδειξε το πορφυρό φτέρωμά του. Χρυσά και ασημιά ψαράκια στοίχειωναν το ποτάμι, μέσα από την αγκαλιά του οποίου ακουγόταν όλο και περισσότερο ένα μουρμουρητό το οποίο στη συνέχεια εξελισσόταν σε μια νανουριστική μελωδία πιο θεϊκή και από την άρπα του Αιόλου – πιο γλυκιά από ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τη φωνή της Ελεονόρας. Και τώρα ένα τεράστιο σύννεφο, το οποίο βλέπαμε εδώ και πολύ καιρό πάνω από τα λημέρια της Εσπερίας, κατευθύνθηκε προς το μέρος μας, πανέμορφο μέσα στα πορφυρά και χρυσαφένια χρώματά του, και αφού συνθηκολόγησε μαζί μας, πήρε να βυθίζεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο χαμηλά ώσπου το περίγραμμά του αγκάλιασε τις κορυφές των βουνών, μεταμορφώνοντας τη σκοτεινιά τους σε μεγαλείο και κλειδώνοντάς μας, για πάντα θαρρείς, μέσα σε ένα μαγικό σπίτι – φυλακή, που έσφυζε από δόξα και μεγαλοπρέπεια.

Η ομορφιά της Ελεονόρας ήταν αγγελική – αλλά ήταν ένα κορίτσι ακατέργαστο και αθώο, όπως άλλωστε και η σύντομη ζωή που έζησε ανάμεσα στα λουλούδια. Κανένας δόλος δεν απέκρυψε τη θέρμη του έρωτα που ζωντάνεψε την καρδιά της, και εξερεύνησε μαζί μου τις πιο κρυφές πτυχές του καθώς περιδιαβάζαμε στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού, και κουβεντιάζαμε για τις τρομερές αλλαγές που είχαν συμβεί εκεί.

Μετά από λίγο καιρό, κι ενώ είχαμε συζητήσει μια μέρα με δάκρυα στα μάτια για την τελευταία δραματική αλλαγή που είναι η μοίρα όλης της Ανθρωπότητας, από εκεί και πέρα μόνο αυτό το θλιβερό θέμα την απασχολούσε, και το έφερνε πάντα με κάποιο τρόπο μέσα στις συζητήσεις μας, έτσι όπως, στα τραγούδια του βάρδου του Σιράζ οι ίδιες εικόνες επανέρχονται ξανά και ξανά, σε όλες τις εντυπωσιακές παραλλαγές κάθε φράσης.

Είχε δει ότι το δάχτυλο του Θανάτου ήταν πάνω από το στέρνο της – ότι, σαν την πεταλούδα, είχε πλαστεί με τελειότητα μόνο και μόνο για να πεθάνει. Αλλά ο φόβος της για τον τάφο είχε να κάνει μόνο με μια σκέψη που μου αποκάλυψε ένα απόγευμα ενώ έπεφτε ο ήλιος, στις όχθες του Ποταμιού της Σιωπής. Την έθλιβε να σκέφτεται ότι, αφού θα την είχα θάψει στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού, θα εγκατέλειπα για πάντα τις χαρούμενες γωνιές της και θα μετέφερα την αγάπη που τώρα με τόσο πάθος της ανήκε, σε μια κοπέλα από τον έξω κόσμο, τον καθημερινό. Τότε λοιπόν έπεσα βιαστικά στα πόδια της Ελεονόρας και ορκίστηκα σ’ εκείνη και στον Ουρανό ότι δεν θα ενωνόμουν ποτέ με τα δεσμά του γάμου με καμία κόρη της Γης – ότι με κανέναν τρόπο δεν θα απαρνιόμουν την λατρευτή της μνήμη ή τη μνήμη της απόλυτης αφοσίωσης με την οποία με είχε ευλογήσει. Και επικαλέστηκα τον Μεγαλοδύναμο σαν μάρτυρα για την ευλάβεια και τη σοβαρότητα του όρκου μου. Και άφησα ευχή και κατάρα σ’ Εκείνον και σ’ εκείνη, που θα ήταν μια αγία στον Παράδεισο, έτσι και πρόδιδα αυτή μου την υπόσχεση, να μου επιβάλουν μια τιμωρία τόσο τρομακτική που δεν επιτρέπω καν στον εαυτό μου να την αναφέρω τώρα. Και τα φωτεινά μάτια της Ελεονόρας έγιναν ακόμα πιο φωτεινά ακούγοντας τα λόγια μου, αναστέναξε λες και της είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από το στήθος, κι άρχισε να τρέμει και να κλαίει πολύ πικρά. Ωστόσο αποδέχτηκε τον όρκο μου (δεν ήταν παρά ένα παιδί!) κι έτσι δεν ταλαιπωρήθηκε στις τελευταίες της στιγμές. Και μου είπε, λίγες μέρες αργότερα, ενώ πέθαινε γαλήνια, ότι γι’ αυτό που είχα κάνει για να ηρεμήσω την ψυχή της, θα με φύλαγε με το πνεύμα της όταν θα αποχωρούσε από τη ζωή, και αν της το επέτρεπαν, θα επέστρεφε τις νύχτες στην ανθρώπινη μορφή της. Αλλά αν κάτι τέτοιο ήταν πέρα από τις δυνάμεις των ψυχών του Παραδείσου, τουλάχιστον θα μου έδινε συχνά σήματα της παρουσίας της, φυσώντας επάνω μου με τον άνεμο του απογεύματος ή γεμίζοντας τον αέρα που ανέπνεα με άρωμα από τα θυμιατά των αγγέλων. Και με αυτά τα λόγια στα χείλια της, παρέδωσε την αθώα ζωή της, βάζοντας ένα τέλος στην πρώτη εποχή της δικής μου.

Όλα αυτά τα αφηγήθηκα όπως έγιναν. Αλλά καθώς περνάω το φράγμα στο μονοπάτι του Χρόνου, που έχει σχηματιστεί από τον θάνατο της αγαπημένης μου, και προχωράω στη δεύτερη περίοδο της ύπαρξής μου, αισθάνομαι ότι μια σκιά γεμίζει το μυαλό μου και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι η καταγραφή των γεγονότων είναι απόλυτα αξιόπιστη. Αλλά ας συνεχίσω. Τα χρόνια περνούσαν οδυνηρά, κι εγώ εξακολουθούσα να ζω στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Ωστόσο μια δεύτερη αλλαγή συνέβη στα πάντα. Τα λουλούδια σε σχήματα αστεριών συρρικνώθηκαν στους κορμούς των δέντρων και δεν ξαναφάνηκαν. Οι αποχρώσεις της πράσινης χλόης θάμπωσαν, κι ένας – ένας οι κατακόκκινοι ασφόδελοι μαράθηκαν. Και στη θέση τους εμφανίστηκαν αναπάντεχα σκούρες βιολέτες, ίδιες με μάτια, που ξεραίνονταν όλο αγωνία και σκεπάζονταν από πάχνη. Η ζωή άρχισε να φεύγει από τον δρόμο μας, γιατί το ψηλόλιγνο φλαμίνγκο δεν μας έδειχνε πια το πορφυρό του φτέρωμα, μόνο πέταξε μελαγχολικά από την κοιλάδα προς τους λόφους, μαζί με όλα τα χαρούμενα, φανταχτερά πουλιά που είχε φέρει μαζί του. Και τα χρυσά και ασημιά ψαράκια έφυγαν προς το φαράγγι στο πιο μακρινό σημείο της ιδιοκτησίας μας και δεν ξαναστόλισαν ποτέ το όμορφο ποτάμι. Και η νανουριστική μελωδία, που ήταν πιο γλυκιά και από την άρπα του Αιόλου, και πιο θεϊκή απ’ όλα εκτός από τη φωνή της Ελεονόρας, άρχισε λίγο – λίγο να χάνεται μέσα σε μουρμουρητά όλο και πιο σιγανά, ώσπου το ρέμα επανήλθε με τον καιρό οριστικά στη σοβαρότητα της αρχικής του σιωπής. Και στο τέλος το τεράστιο σύννεφο υψώθηκε και, βυθίζοντας ξανά τις κορυφές των βουνών στο παλιό τους σκοτάδι, ξαναγύρισε στα λημέρια της Εσπερίας και πήρε μακριά από την Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού όλες τις χρυσαφένιες ομορφιές του.

Ωστόσο οι υποσχέσεις της Ελεονόρας δεν ξεχάστηκαν – γιατί άκουγα τον ήχο από τα θυμιατά των αγγέλων, και το άγιο άρωμα γέμιζε συνεχώς την κοιλάδα. Και τις ώρες της μοναξιάς μου, όταν η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, ο άνεμος που χάιδευε το μέτωπό μου ήταν γεμάτος με απαλούς αναστεναγμούς, και αδιευκρίνιστα μουρμουρητά γέμιζαν τον νυχτερινό αέρα και μία φορά – αλίμονο, μόνο μία φορά! - ξύπνησα από έναν ύπνο ίδιο με τη νάρκη του θανάτου, από αόρατα χείλη που πίεζαν τα δικά μου.

Αλλά το κενό που είχα στην καρδιά μου αρνούνταν, ακόμα κι έτσι, να γεμίσει. Λαχταρούσα την αγάπη που παλιότερα την έκανε να ξεχειλίζει. Με τον καιρό, η κοιλάδα μ’ έκανε να υποφέρω εξαιτίας της ανάμνησης της Ελεονόρας και την εγκατέλειψα για πάντα για να αναζητήσω τις ματαιότητες και τους θορυβώδεις θριάμβους του κόσμου.

Βρέθηκα σε μια παράξενη πόλη, όπου τα πάντα μπορεί και να είχαν σκοπό να αμαυρώσουν τις αναμνήσεις και τα γλυκά όνειρα που έβλεπα για τόσα χρόνια στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Το μεγαλείο και η επίδειξη πλούτου σε μια διακεκριμένη αυλή, οι μανιασμένες κλαγγές των όπλων, η ακτινοβόλα ομορφιά των γυναικών, μπέρδευαν και μεθούσαν το μυαλό μου. Η καρδιά μου, ωστόσο, παρέμενε πιστή στους όρκους μου και εξακολουθούσα να έχω ενδείξεις της παρουσίας της Ελεονόρας κατά τις σιωπηλές ώρες της νύχτας. Ξαφνικά αυτές οι εκδηλώσεις σταμάτησαν, ο κόσμος σκοτείνιασε μπροστά στα μάτια μου κι απόμεινα έντρομος μπροστά στις φλογισμένες σκέψεις που με κατέλαβαν, στους τρομακτικούς πειρασμούς που με κυρίεψαν. Γιατί από κάποια μακρινή, πολύ μακρινή και απομονωμένη γη, στη χαρούμενη αυλή του βασιλιά όπου υπηρετούσα, εμφανίστηκε μια κοπέλα στης οποίας την ομορφιά ολόκληρη η δειλή καρδιά μου παραδόθηκε αμέσως – και υποκλίθηκα μπροστά της χωρίς διαμαρτυρία, με την πιο παθιασμένη, την πιο αναίσχυντη λατρεία του έρωτα. Στ’ αλήθεια, τι ήταν το πάθος μου για εκείνο το κορίτσι της κοιλάδας σε σύγκριση με τη θέρμη, το ντελίριο και την χαροποιό έκσταση του θαυμασμού με τον οποίο απόθεσα όλη μου την ψυχή με δάκρυα στα μάτια μπροστά στα πόδια της αιθέριας Έρμενγκαρντ; Τι όμορφη που ήταν η αγγελική Έρμενγκαρντ! Και μ’ αυτή τη διαπίστωση, δεν άφησα χώρο για καμία άλλη. Τι θεϊκή που ήταν η Έρμενγκαρντ, ο άγγελός μου! και καθώς κοιτούσα στα βάθη των ματιών της, που ξυπνούσαν τόσες αναμνήσεις, σκεφτόμουν μόνο αυτά – κι εκείνη.

Παντρεύτηκα – δεν φοβήθηκα την κατάρα που είχα επικαλεστεί, ούτε και με κατέλαβε η πικρία της. Και μία φορά – και πάλι μόνο μία φορά μέσα στην ησυχία της νύχτας ήρθαν μέσα από τις γρίλιες οι απαλοί αναστεναγμοί που με είχαν ξεχάσει, και μεταπλάστηκαν σε μια οικεία, γλυκιά φωνή που έλεγε:

“Κοιμήσου ήσυχα! - γιατί το Πνεύμα της Αγάπης βασιλεύει και κυβερνά, και βάζοντας μέσα στην παθιασμένη σου καρδιά την Έρμενγκαρντ, απαλλάσσεσαι, για λόγους που θα μάθεις στον Παράδεισο όταν έρθει η ώρα, από τους όρκους σου προς την Ελεονόρα.”


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη

* Η παραπάνω μετάφραση δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο τον Φεβρουάριο του 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο (Thomas Hardy)

Η παλιά εκκλησία του Σεν Πάνκρας  «Θυμάσαι τότε που βρήκαμε εκείνον τον άντρα με τα δύο κεφάλια στου Σεν Πάνκρας;» Αυτά τα λόγια ενός φίλου ...