Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Strange Dark Stories

 

Από την ενασχόλησή μου και την αγάπη μου για τα βιντεοπαιχνίδια, προέκυψε το 2016 το blog Strange Dark Stories στο οποίο γράφω άρθρα - δοκίμια στα αγγλικά γύρω από την κουλτούρα των video games, από φιλολογική / πραγματολογική / πολιτιστική άποψη. Ύστερα από 8 χρόνια και 90 (προς το παρόν, γιατί έπεται και συνέχεια) άρθρα, αποφάσισα να συγκεντρώσω τα πιο αντιπροσωπευτικά από αυτά σε μια ψηφιακή αυτοέκδοση, σαν ένα μικρό δείγμα της αρθρογραφίας μου στο συγκεκριμένο blog. Από νεαρή ηλικία, μου άρεσε να παίζω video games, ξεκινώντας από τις περιπέτειες της Lara Croft στα παιχνίδια της σειράς Tomb Raider και στη συνέχεια παιχνίδια δράσης, περιπέτειας ή / και τρόμου, όπως ήταν τα video games των σειρών Resident Evil, The Evil Within & Assassin’s Creed. Αυτό που πάντα με ενθουσίαζε στα συγκεκριμένα παιχνίδια (καθώς και σε άλλα με παρόμοια λογική) ήταν οι ιστορίες τους πίσω από τη δράση, οι μελετημένοι χαρακτήρες τους, και – στην περίπτωση των σειρών Tomb Raider και Assassin’s Creed – η ενσωμάτωση ιστορικών στοιχείων και προσωπικοτήτων στις πλοκές τους. Τα video games αυτού του τύπου, και πόσο μάλλον τα τελευταία χρόνια με τις εξελίξεις στην τεχνολογία και τη γραφιστική επιστήμη, είναι σαν διαδραστικές ταινίες, και παίζοντας τις ιστορίες τους, είναι σαν να παρακολουθείς ταινία ή σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο. Ανάμεσα στα θέματα με τα οποία ασχολούμαι στο blog και / ή στα άρθρα που έχουν συμπεριληφθεί στην έκδοση είναι: ανάλυση χαρακτήρων, ο συμβολισμός στα video games, video games και σύγχρονη κουλτούρα, κινηματογραφικές αναφορές, τα χρώματα σαν μαγικά στοιχεία γρίφων και θέματα αστικού ενδιαφέροντος.
Στο παρακάτω link, το ψηφιακό αυτό βιβλίο διατίθεται δωρεάν για ανάγνωση ή / και μεταφόρτωση: https://archive.org/details/strange-dark-stories/

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Ερωτικό Τραγούδι του Τρελού Κοριτσιού (Sylvia Plath)

 

Τα μάτια κλείνω κι όλος ο κόσμος χάνεται
Τα βλέφαρά μου ανοίγω και γεννιέται ξανά
(Θαρρώ πως στο μυαλό μου μέσα σ’ έχω πλάσει)

Χορεύουν τ’ άστρα, γαλάζια και κόκκινα
Κι άξαφνα πέφτει η μαύρη σκοτεινιά:
Τα μάτια κλείνω κι όλος ο κόσμος χάνεται

Στον ύπνο μου είδα πως με πλάνεψες με μάγια
Μου τραγουδούσες, με φιλούσες, τρελά σε αγαπούσα
(Θαρρώ πως στο μυαλό μου μέσα σ’ έχω πλάσει)

Γκρεμίζεται ο Θεός, σβήνουν της Κόλασης οι φλόγες:
Αποχωρούν τα Σεραφείμ και του Εωσφόρου οι μύστες
Τα μάτια κλείνω κι όλος ο κόσμος χάνεται

Νόμιζα πως θα γυρίσεις όπως μου είχες πει,
Μα μεγαλώνω και ξεχνάω τ’ όνομά σου.
(Θαρρώ πως στο μυαλό μου μέσα σ’ έχω πλάσει)

Καλύτερα ένα πουλί του κεραυνού να είχα αγαπήσει,
αυτό την άνοιξη θα γύριζε ουρλιάζοντας κοντά μου.
Τα μάτια κλείνω κι όλος ο κόσμος χάνεται
(Θαρρώ πως στο μυαλό μου μέσα σ’ έχω πλάσει)

  

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη (Nerin Bloom)

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Ο Συμβολισμός στην Ποίηση (William Butler Yeats)

Εκτός από τα συναισθηματικά σύμβολα, τα σύμβολα δηλαδή που ανακαλούν μόνο συναισθήματα – και, υπό αυτή την έννοια, οτιδήποτε ελκυστικό ή αποκρουστικό μπορεί να πάρει συμβολική σημασία, παρ’ όλο που οι μεταξύ τους σχέσεις είναι τόσο λεπτές ώστε να μη μπορούν να μας ευχαριστήσουν ολοκληρωτικά, έτσι και τα απομακρύνουμε από το ρυθμό και το μέτρο – υπάρχουν και τα διανοητικά σύμβολα που γεννούν μόνο ιδέες ή ιδέες ανάμεικτες με συναισθήματα. Και, αν εξαιρέσουμε τις καθορισμένες μυστικιστικές παραδόσεις και την όχι και τόσο καθορισμένη κριτική ορισμένων σύγχρονων ποιητών, μόνο αυτά ονομάζονται σύμβολα.

Τα περισσότερα πράγματα υπάγονται σε μια απ’ τις δύο κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο που μιλάμε γι’ αυτά, καθώς και με τα συμφραζόμενά τους, επειδή τα σύμβολα, έτσι και τα συνδέσουμε με τις ιδέες που δεν είναι απλά και μόνο θραύσματα των σκιών με τις οποίες ή διάνοια επιφορτίζει τα συναισθήματα που ανακαλούν, είναι τα παιχνίδια του συμβολιστή ή του σχολαστικού και αργά ή γρήγορα ξεχνιούνται. Αν χρησιμοποιήσω τις λέξεις άσπρο ή βυσσινί σε μια οποιαδήποτε ποιητική φράση, τα συναισθήματα που θα μου ανακαλέσουν θα είναι ξεκάρφωτα και δε θα είμαι σε θέση να εξηγήσω γιατί μου τα προξένησαν. Αν, όμως, στην ίδια πρόταση εισαγάγω κάποια χειροπιαστά αντικείμενα, όπως έναν σταυρό ή ένα ακάνθινο στεφάνι, μου έρχεται στο νου η αγνότητα και η παντοκρατορία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, βλέπω μέσα στο μυαλό μου αμέτρητα νοήματα που συνδέονται με το άσπρο ή το βυσσινί με τους δεσμούς ενός λεπτού υπαινιγμού, κι αυτό ισχύει και για το συναίσθημα και για τη νόηση, και, ακόμα κι όταν περάσω το κατώφλι του ύπνου, τα βλέπω να σκορπίζουν τα φώτα και τις σκιές μιας ακαθόριστης γνώσης σχετικά με αυτό που μέχρι πριν λίγο μπορεί να θεωρούσα στειρότητα και θορυβώδη βία.

Η νόηση είναι εκείνη που αποφασίζει σε ποιό σημείο ο αναγνώστης θα αναλογιστεί την εναλλαγή των συμβόλων, κι αν τα σύμβολα αυτά είναι μόνο συναισθηματικά, τότε η άποψη που έχει, περνάει μέσα από τις κακοτυχίες και τα πεπρωμένα του κόσμου, αν όμως είναι και διανοητικά, γίνεται κι ο ίδιος ένα κομμάτι της απόλυτης διανόησης και παίρνει μέρος στην εναλλαγή. Στη θέα μιας λιμνούλας κάτω από το φώς του φεγγαριού, η συγκίνηση που μου προξενεί ή ομορφιά της μπερδεύεται με την ανάμνηση του ανθρώπου που είχα δει να οργώνει τη γη στις όχθες της ή των εραστών που είδα εκεί τις προάλλες, αλλά αν κοιτάξω μόνο το φεγγάρι φέρνοντας στο νου μου κάποια από τις αρχαίες ονομασίες και μορφές του, τότε κινούμαι ανάμεσα στους θεούς και τα πράγματα που μας απελευθέρωσαν από τον θνητό μας εαυτό, τον εβένινο πύργο, τη βασίλισσα του νερού, το μεγαλόπρεπο ελάφι μέσα στα μαγεμένα δάση, τον άσπρο λαγό που κάθεται στην κορφή ενός λόφου, τον τρελό των παραμυθιών με το αστραφτερό του κύπελλο γεμάτο όνειρα, και μπορεί και να πιάσω φιλίες με κάποια από τούτες τις οπτασίες, ίσως και να συναντήσω τον Θεό εκεί ψηλά.

Έτσι, λοιπόν, αυτός που συγκινείται από τον Σαίξπηρ, ο οποίος αρκείται στα συναισθηματικά σύμβολα για να μας προσεγγίσει, ταυτίζεται με τη συνολική άποψη του κόσμου, αυτός, όμως, που συγκινείται από τον Δάντη ή τον μύθο της Δήμητρας, ταυτίζεται με τη σκιά του Θεού ή κάποιας θεάς και επομένως, αυτός που είναι απασχολημένος με διάφορα πράγματα απέχει από τα σύμβολα, η ψυχή ωστόσο κινείται ανάμεσα σε σύμβολα και εκφράζεται μέσω των συμβόλων όταν την καταλαμβάνει νάρκη ή τρέλα, ή όταν ο βαθύς διαλογισμός την έχει αποδεσμεύσει από τις παρορμήσεις που δεν της ανήκουν. «Και τότε», είπε ο Ζεράρ ντε Νερβάλ μιλώντας για την τρέλα του, «ίδα μπροστά μου να σχηματίζονται αμυδρά εικόνες από αγάλματα της αρχαιότητας τα οποία σιγά σιγά πήραν τη μορφή τους, έγιναν συγκεκριμένα και ήταν σαν να αντιπροσώπευαν σύμβολα των οποίων τη σημασία μόλις και μετά βίας κατάφερα να συλλάβω».

Σε κάποια παλιότερη εποχή, θα ανήκε σ’ αυτή τη μεγάλη παρέα που η εγκράτεια στέρησε από τις ψυχές της την ελπίδα και τη μνήμη, τον πόθο και τη μετάνοια, κι ίσως πιο αποτελεσματικά απ’ όσο θα μπορούσε η τρέλα του να τα στερήσει όλα αυτά από την ψυχή του, κάνοντάς τις έτσι να αποκαλύψουν την εναλλαγή των συμβόλων στα οποία οι άνθρωποι υποκλίνονται μπροστά στους βωμούς και προσπαθούν να τα καλοπιάσουν με λιβάνι και αναθήματα. Καθώς, όμως, ανήκει στην εποχή μας, ήταν κι αυτός σαν τον Μαίτερλινγκ, σαν τον Βιλιέ ντε Λίλ-Αντάμ στον Άξελ, σαν όλους αυτούς που ασχολήθηκαν με τα διανοητικά σύμβολα στην εποχή μας, που προφήτεψαν το νέο ιερό βιβλίο του οποίου όλες οι τέχνες, όπως είπε κάποιος, αρχίζουν να ονειρεύονται. Πώς είναι δυνατόν να ξεπεράσουν οι τέχνες τον αργό θάνατο της ψυχής του ανθρώπου, τον οποίο εμείς ονομάζουμε πρόοδο του κόσμου, και να αγγίξουν ξανά τις χορδές της ανθρώπινης καρδιάς χωρίς να ντύνονται τη θρησκεία, όπως γινόταν παλιά;

Αν υποθέσουμε πως οι άνθρωποι αποδέχονται τη θεωρία ότι ή ποίηση μάς συγκινεί χάρις στο συμβολισμό της, τί είδους αλλαγή θά ‘πρεπε να αναζητήσουμε στο ύφος της ποίησής μας; Μια επιστροφή στους τρόπους των προγόνων μας, ένα μείγμα περιγραφών της φύσης στο όνομα της ίδιας της φύσης, του ηθικού νόμου στο όνομα του ίδιου του ηθικού νόμου, ένα μείγμα όλων των ανεκδότων και όλης αυτής της μελέτης των επιστημών, που τόσο συχνά έκαναν να κοπάσει η φλόγα που φώλιαζε στον Τέννυσον, και αυτής της ορμητικότητας που μας ωθεί να κάνουμε ορισμένα πράγματα ή, με άλλα λόγια, θα ’πρεπε να συνειδητοποιήσουμε πως οι πρόγονοί μας έκαναν μάγια στον βήρυλλο για να τον κάνουν να φανερώσει τις εικόνες του πυρήνα του αντί να αντικατοπτρίζει τα γεμάτα ενθουσιασμό πρόσωπά μας ή τα κλαδιά που ταλαντεύονται έξω από το παράθυρο.

Μ’ αυτή τη μετάθεση του κέντρου βάρους, αυτή την επιστροφή στη φαντασία, με τη συναίσθηση ότι οι νόμοι της τέχνης, που είναι και οι κρυφοί νόμοι του κόσμου, μπορούν από μόνοι τους να περιορίσουν τη φαντασία, θα μπορούσε να επιτευχθεί μια αλλαγή στο ύφος, και θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε μέσα από τη σοβαρή ποίηση κάποιους ενεργητικούς ρυθμούς, όπως για παράδειγμα αυτόν του δρομέα, που ή θέληση τους έχει εφεύρει έχοντας πάντα κατά νου να φτιάξει ή να διαλύσει κάτι και θα ’πρεπε να αναζητήσουμε όλους αυτούς τούς κινητικούς, στοχαστικούς και οργανικούς ρυθμούς, οι οποίοι αποτελούν την ενσωμάτωση της φαντασίας που δεν μισεί και δεν επιθυμεί τίποτα επειδή έχει πια ξεμπερδέψει με τον χρόνο, και το μόνο που θέλει είναι να ρίξει το βλέμμα της σε κάποια πραγματικότητα, σε κάποια ομορφιά – κι ούτε θα ήταν πια δυνατό για κανέναν να αμφισβητήσει τη σπουδαιότητα της μορφής σε όλες της τις εκφάνσεις, γιατί, παρ’ όλο που μπορείς να εκθέσεις μια άποψη ή να περιγράψεις ένα πράγμα, όταν δεν έχεις επιλέξει σωστά τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσεις, δεν μπορείς να δώσεις μορφή σε κάτι που κινείται πέρα από τις αισθήσεις, εκτός βέβαια αν οι λέξεις σου είναι τόσο εκλεπτυσμένες, τόσο περίτεχνες, σαν να είναι γεμάτες με μια μυστηριώδη ζωή, όπως το σώμα ενός λουλουδιού ή μιας γυναίκας.

Η μορφή της προσωπικής ποίησης, αντίθετα από τη μορφή της λαϊκής ποίησης, μπορεί στ’ αλήθεια να είναι σκοτεινή καμιά φορά, ή ακόμα και ακατανόητη, όπως σε κάποια από τα ωραιότερα Τραγούδια της Αθωότητας και της Εμπειρίας, αλλά η τελειότητά της δεν πρέπει να επιδέχεται καμιά ανάλυση, και η λεπτολογία της οφείλει να αποκτά ένα καινούργιο νόημα κάθε μέρα, κι όλα αυτά πρέπει να τα κατέχει, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ένα τραγουδάκι γραμμένο σε μια στιγμή νωχελικής ονειροπόλησης, ή για ένα σπουδαίο έπος βγαλμένο μέσα από τα όνειρα ενός ποιητή και εκατομμυρίων γενεών που δεν κούρασαν ποτέ τα χέρια τους με το ξίφος.

 
Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη (Nerin Bloom)
Η μετάφραση αυτή έγινε για λογαριασμό του περιοδικού Ευθύνη μετά από επιθυμία του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 305.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

Το Τραγούδι της Lucy (Charles Dickens)

Η αγάπη δεν είναι ένα αίσθημα περαστικό (Το τραγούδι της Lucy) [*]
Charles Dickens

Η αγάπη δεν είναι ένα αίσθημα περαστικό,
σαν την γλυκιά αύρα ένα πρωί καλοκαιρινό,
με τίποτα δε γίνεται να παραμεριστεί,
δεν μπορείς να την ξεχάσεις ούτε να κρυφτεί.
Στην καρδιά σου, αλίμονο, γαντζώνεται σφιχτά
όπως ο κισσός γύρω απ’ την αιώνια βελανιδιά.
Η αγάπη δεν είναι πάθος από γήινο υλικό
όπως η δίψα για τη δόξα, την τιμή ή τον χρυσό:
γιατί όταν όλα αυτά πια δεν θα τα ποθείς,
η μεγάλη, βαθιά αγάπη μιας μέρας φωτεινής,
αν και ζυμωμένη στα κρυφά, σου τρώει τα σωθικά
σαν τη σκουριά που σιγολιώνει του σίδερου την καρδιά.

μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη (Nerin Bloom)

O Charles Dickens σε νεαρή ηλικία

[*] Ο Charles Dickens έγραψε αυτό το ποίημα το 1836 σε ηλικία 24 ετών, σαν μέρος του λιμπρέτου της όπερας The Village Coquettes (Οι τσαχπίνες του χωριού). Ήταν το μοναδικό λιμπρέτο που έγραψε ο Dickens, μάλιστα με το ψευδώνυμο “Μποζ”, το οποίο ζήτησε αργότερα ο ίδιος να αφαιρεθεί από τις αφίσες. Η παράσταση, σε μουσική του John Hullah, δεν σημείωσε καμιά τρομακτική επιτυχία, ωστόσο ανέβηκε 27 φορές. Ο ίδιος ο Dickens, ο οποίος έλαβε μόλις 30 λίρες για το λιμπρέτο του, δεν κράτησε κανένα αντίγραφό του – ένα χρόνο πριν τον θάνατό του, είπε χαρακτηριστικά σε έναν φίλο του ότι αν ήξερε ότι υπήρχε μέσα στο σπίτι του κάποιο αντίτυπο που δεν μπορούσε να το ξεφορτωθεί με κανέναν άλλον τρόπο, θα προτιμούσε να κάψει όλη την πτέρυγα του σπιτιού για να είναι σίγουρος ότι θα το εξαφανίσει δια παντός. Το “Τραγούδι της Lucy” συμπεριλήφθηκε το 1903 στην έκδοση “Ποιήματα και Στίχοι του Charles Dickens”.

Η διαφήμιση για την παράσταση της όπερας με το ψευδώνυμο του Dickens, "Boz", κάτω από τον τίτλο.

 

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Ο Βρικόλακας (Jan Neruda)

Το εκδρομικό ατμόπλοιο μάς έφερε από την Κωνσταντινούπολη στο νησί της Πριγκήπου, όπου και κατεβήκαμε. Οι επιβάτες δεν ήταν πολλοί: μια οικογένεια Πολωνών, αποτελούμενη από τον πατέρα, τη μητέρα, την κόρη και τον αγαπημένο της, κι εμείς οι δύο. Α ναι, και να μην ξεχάσω ότι ενώ βρισκόμασταν ήδη πάνω στην ξύλινη γέφυρα του Κεράτιου κόλπου που οδηγεί στην Κωνσταντινούπολη, προστέθηκε στην παρέα μας ένας Έλληνας, ένας πολύ νέος άντρας. Μάλλον ήταν καλλιτέχνης, αν κρίνω από το ντοσιέ που κουβαλούσε υπό μάλης. Μακριές μαύρες μπούκλες έπεφταν στους ώμους του, το πρόσωπό του ήταν χλωμό, και τα μαύρα μάτια του ήταν βαθιά χωμένα στις κόγχες τους. Από την πρώτη στιγμή μού τράβηξε το ενδιαφέρον, και ιδιαίτερα χάρη στην προθυμία του και στις γνώσεις του για τις συνθήκες του τόπου. Ωστόσο μιλούσε πολύ, και τελικά απομακρύνθηκα από κοντά του.

Οι Πολωνοί ήταν ιδιαίτερα ευχάριστοι. Ο πατέρας και η μητέρα ήταν ευγενικοί και διακριτικοί άνθρωποι, ο φίλος της κόρης ήταν ένας όμορφος νεαρός με απλούς και άμεσους τρόπους. Είχαν έρθει στην Πρίγκηπο για να περάσουν τους καλοκαιρινούς μήνες για το καλό της κόρης, που ήταν κάπως ασθενική. Αυτό το πανέμορφο, χλωμό κορίτσι είτε ανάρρωνε από μια βαριά αρρώστια είτε βρισκόταν στα πρόθυρα του να πάθει μια σοβαρή ασθένεια. Καθώς περπατούσε, στηριζόταν στον φίλο της και συχνά σταματούσε και καθόταν λίγο να ξαποστάσει, ενώ ένας επίμονος σιγανός ξερόβηχας παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις ψιθυριστές της κουβέντες. Κάθε φορά που έβηχε, ο συνοδός της σταματούσε να περπατάει και περίμενε. Και κάθε φορά την κοιτούσε με συμπόνια κι εκείνη του ανταπέδιδε το βλέμμα σαν να έλεγε: «Δεν είναι τίποτα. Είμαι πολύ ευτυχισμένη!». Είχαν πίστη στην υγεία και την ευτυχία.

Ακολουθώντας τη συμβουλή του Έλληνα, που μας αποχαιρέτησε βιαστικά στην αποβάθρα, η οικογένεια έκλεισε δωμάτια σε ένα ξενοδοχείο στον λόφο. Ο ξενοδόχος ήταν Γάλλος, και όλο το κτίριό του ήταν εξοπλισμένο με άνετα και καλόγουστα έπιπλα, σύμφωνα με το γαλλικό στιλ.

Πήραμε πρωινό όλοι μαζί και όταν η ζέστη του μεσημεριού είχε πλέον υποχωρήσει κάπως, ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε προς την κορυφή του λόφου όπου, ανάμεσα στα σιβηρικά πεύκα του δασυλλίου, θα απολαμβάναμε τη θέα από ψηλά. Πάνω που βρήκαμε το κατάλληλο σημείο για να καθίσουμε, ο Έλληνας έκανε και πάλι την εμφάνισή του. Μας χαιρέτησε στα πεταχτά, κοίταξε γύρω του και κάθισε μόλις λίγα βήματα μακριά μας. Άνοιξε το ντοσιέ του και άρχισε να ζωγραφίζει.

«Νομίζω πως επίτηδες κάθεται με την πλάτη στους βράχους, για να μη μπορούμε να δούμε τι ζωγραφίζει» είπα.

«Δεν είναι ανάγκη» είπε ο νεαρός Πολωνός. «Έχουμε τόσα ωραία πράγματα να χαζέψουμε γύρω μας». Για να προσθέσει ύστερα από λίγο: «Έχω την εντύπωση ότι εμάς ζωγραφίζει! Ας είναι, λοιπόν!».

Και όντως είχαμε τόσο πολλά να χαζέψουμε. Δεν υπάρχει πιο όμορφη και πιο χαρούμενη γωνιά στον κόσμο από την Πρίγκηπο. Η Ειρήνη η Αθηναία, σύγχρονη του Καρλομάγνου, έζησε εκεί εξόριστη για έναν μήνα. Αν μπορούσα να ζήσω για έναν μήνα της ζωής μου εκεί, θα ήμουν ευτυχής να κουβαλάω αυτή την ανάμνηση για όλη την υπόλοιπη ζωή μου! Ποτέ δεν θα ξεχάσω ακόμα και αυτή τη μία μέρα που πέρασα στην Πρίγκηπο.

Ο αέρας ήταν καθάριος σαν διαμάντι, απαλός σαν χάδι, κι ένιωθες ότι έπαιρνε την ψυχή σου και την ταξίδευε στα πέρατα. Στα δεξιά, στην άκρη του θαλασσινού ορίζοντα, εκτείνονταν οι καφετιές ασιατικές κορυφογραμμές, στα αριστερά, πέρα μακριά, λαμπύριζαν οι απότομες ακτές της Ευρώπης. Η γειτονική Χάλκη, το ένα από τα εννιά Πριγκιπόνησα, υψωνόταν με τα κυπαρίσσια της σαν ένα μουντό όνειρο, καταλήγοντας σε μια υποβλητική κατασκευή – ένα άσυλο για ανθρώπους πνευματικά ασθενείς.

Η θάλασσα του Μαρμαρά είχε έναν ελαφρό κυματισμό και τα νερά της στραφτάλιζαν με όλα τα χρώματα, σαν λαμπερό οπάλι. Στο βάθος, η θάλασσα ήταν άσπρη σαν το γάλα, μετά γινόταν ροδαλή, έπαιρνε ένα λαμπερό πορτοκαλί ανάμεσα σε δύο νησιά, ενώ κάτω χαμηλά από εκεί που καθόμασταν, είχε ένα υπέροχο γαλαζοπράσινο χρώμα, σαν διάφανο ζαφείρι. Έλαμπε με όλη της την ομορφιά. Δεν φαινόταν πουθενά κανένα μεγάλο πλοίο – μόνο δύο μικρά πλεούμενα με αγγλική σημαία έπλεαν κατά μήκος της στεριάς. Το ένα ήταν ένα ατμόπλοιο μεγάλο όσο η καμπίνα ενός φύλακα, ενώ το άλλο είχε κάπου δώδεκα κωπηλάτες, και κάθε φορά που τα κουπιά τους ανασηκώνονταν όλα μαζί, έσταζε από τις άκρες τους λιωμένο ασήμι. Τα πιστά δελφίνια έκαναν βουτιές ανάμεσά τους ή αναπηδούσαν σχηματίζοντας τέλειες αψίδες στην επιφάνεια του νερού. Μέσα στο γαλάζιο του ουρανού, αετοί πετούσαν νωχελικά, μετρώντας την απόσταση ανάμεσα στις δύο ηπείρους.

Ολόκληρος ο λόφος μπροστά μας ήταν σκεπασμένος με ανθισμένα τριαντάφυλλα και η ευωδιά τους γέμιζε την ατμόσφαιρα. Ο αέρας μάς έφερνε έναν απόηχο από τη μουσική που ερχόταν από το καφενείο δίπλα στη θάλασσα.

Η φύση ήταν μαγευτική. Καθόμασταν όλοι σιωπηλοί, με την ψυχή μας ολότελα παραδομένη σ’ αυτό το παραδεισένιο τοπίο. Η νεαρή Πολωνή ήταν ξαπλωμένη στο γρασίδι με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στέρνο του φίλου της. Το χλωμό, λεπτό της πρόσωπο είχε ροδίσει ελαφρά, κι από τα μάτια της ξαφνικά ξεχύθηκαν δάκρυα. Ο αγαπημένος της το κατάλαβε, έσκυψε και φίλησε όλα τα δάκρυά της. Η μητέρα της άρχισε κι αυτή να σιγοκλαίει – και μέχρι κι εγώ συγκινήθηκα λιγάκι.

«Εδώ μπορεί να θεραπευτεί και το σώμα και η ψυχή» ψιθύρισε η κοπέλα. «Τι ευτυχισμένος τόπος!»

«Ο Θεός ξέρει καλά ότι δεν έχω εχθρούς, αλλά και να είχα, εδώ πέρα θα τους συγχωρούσα!» είπε ο πατέρας με τρεμάμενη φωνή.

Και μετά πέσαμε πάλι σε σιωπή. Είχαμε όλοι μια εξαιρετική διάθεση – ήταν τόσο υπέροχα όλα! Ο καθένας μας ένιωθε πως ζούσε μέσα στην ευτυχία, και όλοι μας πρόθυμα θα μοιραζόμασταν αυτή την ευτυχία με όλο τον κόσμο. Όλοι νιώθαμε το ίδιο – κι έτσι κανένας δεν ενοχλούσε τον άλλο. Σχεδόν δεν το συνειδητοποιήσαμε ότι ο Έλληνας, ύστερα από μία ώρα περίπου, σηκώθηκε, μάζεψε το ντοσιέ του, έγνεψε κοφτά και έφυγε. Εμείς μείναμε πίσω.

Τελικά, μετά από αρκετές ώρες, όταν το τοπίο γύρω μας άρχισε να παίρνει το σκούρο βιολετί χρώμα που είναι τόσο μαγικά όμορφο στον νότο, η μητέρα μάς υπενθύμισε ότι είχε έρθει η ώρα της επιστροφής. Σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε προς το ξενοδοχείο με τον ελαφρό, ανέμελο βηματισμό που χαρακτηρίζει τα ξέγνοιαστα παιδιά. Στο ξενοδοχείο, καθίσαμε στη γραφική βεράντα.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούσαμε από κάτω φωνές και φασαρία. Ο Έλληνάς μας τσακωνόταν με τον ξενοδόχο, κι επειδή θέλαμε να κάνουμε χάζι, στήσαμε αυτί.

Η διασκέδαση ωστόσο δεν κράτησε πολύ. «Αν δεν είχα άλλους πελάτες, θα σου έδειχνα εγώ» βρυχήθηκε ο ξενοδόχος και ανέβηκε τα σκαλιά για να έρθει σε μας.

«Σε παρακαλώ, καλέ μου κύριε», ρώτησε ο νεαρός Πολωνός τον ξενοδόχο που πλησίαζε, «μου λες ποιος είναι αυτός ο νέος; Πώς τον λένε;»

«Ε… πού να ξέρω πώς τον λένε;» μουρμούρισε ο ξενοδόχος και έριξε ένα βλέμμα γεμάτο δηλητήριο προς τα κάτω. «Εμείς τον λέμε “ο Βρικόλακας”».

«Είναι καλλιτέχνης;»

«Καλλιτέχνης να σου πετύχει! Ζωγραφίζει μόνο πτώματα. Μόλις κάποιος στην Κωνσταντινούπολη ή εδώ στη γειτονιά πεθάνει, εκείνη ακριβώς τη μέρα αυτός έχει κιόλας έτοιμο το πορτρέτο του νεκρού. Αυτός ο τύπος τους ζωγραφίζει από πριν – και δεν κάνει ποτέ λάθος – σαν όρνιο!»

Η Πολωνή ούρλιαξε με τρόμο. Η κόρη της ήταν πεσμένη στην αγκαλιά της, άσπρη σαν κιμωλία. Είχε λιποθυμήσει.

Στη στιγμή, ο φίλος της κοπέλας κατέβηκε πηδώντας τα σκαλιά. Με το ένα χέρι βούτηξε τον Έλληνα και με το άλλο άρπαξε το ντοσιέ του.

Τρέξαμε όλοι ξοπίσω του. Οι δύο άντρες κυλιόνταν πάνω στην άμμο. Τα περιεχόμενα του ντοσιέ ήταν σκορπισμένα τριγύρω. Σε ένα χαρτί, ζωγραφισμένο με κηρομπογιά, ήταν το κεφάλι της νεαρής Πολωνής, με τα μάτια κλειστά κι ένα στεφάνι από μυρτιά πάνω στο μέτωπό της.

 
Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη (Nerin Bloom)
Η συγκεκριμένη μετάφραση βασίστηκε στην αγγλική απόδοση του 1920 από τη Šárka B. Hrbková.

 

Ο Γιαν Νερούντα (1834-1891) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Τσέχους συγγραφείς του 19ου αιώνα. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία και εργάστηκε ως δάσκαλος μέχρι το 1860. Στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στον ευρύτερο χώρο της λογοτεχνίας ως ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και εκδότης, με έργα που χαρακτηρίζονταν από μια ιδιότυπη ομορφιά και πρωτοτυπία. Το διήγημά του «Ο βρικόλακας», για το οποίο δεν υπάρχει καταχωρημένη ημερομηνία συγγραφής, είναι μια παράξενη ιστορία που ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία.

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο (Thomas Hardy)

Η παλιά εκκλησία του Σεν Πάνκρας  «Θυμάσαι τότε που βρήκαμε εκείνον τον άντρα με τα δύο κεφάλια στου Σεν Πάνκρας;» Αυτά τα λόγια ενός φίλου ...