Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

Ματζουράνα (2013)

Σε ένα εξοχικό προάστιο της Αττικής, εκτυλίσσεται ένα οικογενειακό δράμα, οι φυσικοί αυτουργοί του οποίου είναι απόντες από την αρχή μέχρι το τέλος, ωστόσο η αόρατη παρουσία τους δεν παύει στιγμή να πλανάται ανάμεσα στους ήρωες, καταδυναστεύοντάς τους ανελέητα, ακόμα κι αν εκείνοι δεν το αντιλαμβάνονται. Αλήθεια, πόσες φορές δεν φυλάμε στα βάθη των αναμνήσεών μας μυστικά που δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να εκμυστηρευτούμε σε κανέναν; Ειδικά αν αυτές οι αναμνήσεις αφορούν την πρόσφατη παιδική ηλικία, όπως συμβαίνει στην Άννα, την πρωταγωνίστρια της “Ματζουράνας” (2013), η οποία έχει καταφέρει, με επιτυχία για ένα διάστημα, να καταπνίξει τις μνήμες μια οδυνηρής εμπειρίας διοχετεύοντας τη σκέψη και την ενέργειά της στο ταλέντο της στη μαγειρική. Στο μεταίχμιο της εφηβείας, η Άννα βίωσε κάτι εξαιρετικά τρομακτικό, για το οποίο δεν μίλησε ποτέ στους γονείς της, προφανώς γιατί ο αντισυμβατικός ζωγράφος πατέρας της ήταν πάντα ελαφρώς στον κόσμο του και η υπερπροστατευτική μητέρα της την έσπρωχνε συνεχώς να επιδεικνύει το ταλέντο της συμμετέχοντας σε ένα ριάλιτι μαγειρικής για παιδιά. 

Αν και η ταινία ξεκινάει in medias res, γίνεται σαφές αρκετά νωρίς ότι η Άννα πάντα υπάκουε στις απαιτήσεις της μητέρας της, την οποία δείχνει να υπεραγαπά παρά την χειραγώγηση που υφίσταται απ’ αυτήν. Φαίνεται να είναι ένα απόλυτα συγκροτημένο, αυτοελεγχόμενο παιδί που έχει αποδεχτεί την ιδιότητα του θύματος σαν έναν τρόπο επιβίωσης, ή ίσως επειδή δεν μπορεί να βρει άλλη διέξοδο, κάτι απόλυτα λογικό στην τόσο ευαίσθητη αυτή φάση της ζωής της. Ωστόσο κάποια στιγμή ο έλεγχος χάνεται, οι ισορροπίες χαλάνε, και ο φαινομενικά ιδανικός κόσμος που είχε δημιουργήσει η μητέρα της με επίκεντρο την Άννα και το ταλέντο της αρχίζει να καταρρέει χωρίς καμιά ελπίδα διάσωσης. Τα φαντάσματα του παρελθόντος βρίσκουν τότε την χαραμάδα που αναζητούσαν για να τρυπώσουν και πάλι στη ζωής της Άννας με τον πιο άγριο τρόπο, σπρώχνοντας και την ίδια σε οριακά αποτρόπαιες ενέργειες, ενώ η παρουσία της Εύας, μια ευαίσθητης παιδοψυχολόγου, συνεργάτη του ριάλιτι μαγειρικής, η οποία αντιλαμβάνεται άμεσα ότι κάτι συμβαίνει με την Άννα, θα είναι καταλυτική για την επώδυνη πορεία που θα πρέπει στη συνέχεια να ακολουθήσει αναγκαστικά το κορίτσι για να γλιτώσει από τους εφιάλτες της, όχι όμως και με τον πιο αναμενόμενο τρόπο. 

Η “Ματζουράνα” της Όλγας Μαλέα είναι μια ιδιότυπη ταινία που χαρακτηρίζεται “ψυχολογικό θρίλερ” και η αλήθεια είναι ότι μέχρι ένα σημείο δεν της πολυφαίνεται ότι ανήκει όντως σ’ αυτή την κατηγορία – μόνο ωστόσο αν την δεις επιφανειακά. Γιατί από την αρχή σχεδόν υπάρχουν λεπτομέρειες που αν περάσουν απαρατήρητες χάνεται σημαντικό κομμάτι του γενικότερου κλίματος που δημιουργεί προοδευτικά η σκηνοθέτις μέχρι να φτάσει στον πυρήνα της ιστορίας της, ενώ από μια χρονική στιγμή και πέρα η εξέλιξη των γεγονότων προσομοιάζει την αγωνιώδη προσπάθεια ενός παιδιού να τοποθετήσει στα σωστά κενά τα κομμάτια ενός χιλιομπερδεμένου παζλ. 

Με διακριτικές αναφορές στην “Bellissima” του Βισκόντι (1951), αλλά ιδωμένη μέσα από το πρίσμα μια εντελώς τραγικής εκδοχής, η “Ματζουράνα” θέτει πολλά ζητήματα πέρα από το εφιαλτικά σκοτεινό, κεντρικό της θέμα, τα οποία η αλήθεια είναι δυκολεύονται κάπως να εξελιχθούν μέσα στην μιάμιση ώρα της διάρκειάς της, πόσω μάλλον όταν πλαισιώνουν μια τόσο δραματική κύρια πλοκή, και όταν κάποιες σκηνές ίσως τραβάνε περισσότερο σε μάκρος απ’ όσο θα έπρεπε. Ωστόσο η ταινία, σαν ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό εγχείρημα, είναι αξιόλογη και δίνει τροφή για σκέψη, ενώ μια πολύ σημαντική πρωτοτυπία της, που ίσως και να μην την αντιληφθεί κανείς αν την αντιμετωπίσει σαν μια τυπική ιστορία οικογενειακού δράματος, είναι ότι αυτό ακριβώς το δραματικό της θέμα αρχικά το υποψιαζόμαστε και στη συνέχεια το “βλέπουμε” αποκλειστικά από την οπτική της Άννας, και είναι ιδιαίτερα εύστοχες οι αντιδράσεις των γονιών της που προσπαθούν αλλά αδυνατούν να εξηγήσουν την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Από την άλλη η ψυχολόγος, έχοντας προφανώς κι εκείνη τα δικά της θέματα, περισσότερο δίνει χώρο στην Άννα για να αποκαλύψει το μυστικό της, και λιγότερο την οδηγεί να το κάνει μέσα από τις – έτσι κι αλλιώς ελάχιστες – συνεδρίες μαζί της. Το τέλος, επίτηδες ασαφές, αφήνει πολλά περιθώρια για ερμηνεία, δίνοντας στον καθένα την ευχέρεια να επιλέξει την εκδοχή που θα ήθελε για τη συνέχεια την οποία καλύπτει η σκοτεινή οθόνη των τίτλων τέλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Το Ισοπεδωμένο Κοιμητήριο (Thomas Hardy)

Η παλιά εκκλησία του Σεν Πάνκρας  «Θυμάσαι τότε που βρήκαμε εκείνον τον άντρα με τα δύο κεφάλια στου Σεν Πάνκρας;» Αυτά τα λόγια ενός φίλου ...