Κάπως έτσι, και το ιστορικό δίκτυο των υπόγειων σιδηροδρόμων έχει καταφέρει να διατηρήσει σχεδόν αυτούσια την ταυτότητά του παρά τις όποιες εξελίξεις στους μεταγενέστερους σταθμούς και τις γραμμές που οδηγούν σ' αυτό. Όπως συμβαίνει και στο δικό μας - σαφώς μικρότερο αλλά εξίσου ενδιαφέρον - δίκτυο, έτσι κι εκεί, συναντάει κανείς και τους πιο σύγχρονους σταθμούς με τις κυλιόμενες σκάλες και τον αυτοματισμό, αλλά και τους παλιούς, καλούς, γραφικούς σταθμούς με τις βίντατζ πλέον πινακίδες και τις ελαφρώς αρχαίες εγκαταστάσεις. Εκεί κάτω, στα έγκατα του προαιώνιου υπόγειου σιδηροδρομικού δικτύου, παρατηρείται μια άκρως γοητευτική και οριακά ανατριχιαστική σύμπτυξη των εποχών, με τους ηλεκτρονικούς πίνακες ανακοινώσεων και τις μοντέρνες διαφημιστικές αφίσες να συνυπάρχουν με τις κλειστοφοβικές αποβάθρες των αρχών του περασμένου αιώνα και τις κυκλικές σκάλες που οδηγούν στην επιφάνεια. Σ' αυτές τις στενές αποβάθρες κυριαρχεί μια έντονη, παράξενη μυρωδιά που δεν είναι ούτε μπόχα, ούτε καυσαέριο, ούτε κλεισούρα. Μπορεί να εμπεριέχει και λίγο από όλα αυτά, ωστόσο στην ουσία της δεν είναι τίποτα από αυτά. Μου ήταν αδύνατον να την προσδιορίσω, ωστόσο ήταν μια μυρωδιά που παρέμενε στην οσφρητική μου μνήμη ακόμα κι όταν έβγαινα από τα έγκατα του υπογείου.
Μία από τις πλέον διαβόητες γραμμές του υπόγειου δικτύου είναι αυτή του Πικαντίλι, ιστορική γραμμή που κινείται τόσο υπόγεια όσο δεν πάει άλλο και συχνά - πυκνά αποκαλείται από τους ντόπιους "καθαρτήριο". Είναι κάτι ανάλογο με τον δικό μας παλιό ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, αλλά σε πολύ πιο hardcore εκδοχή, μιας και δεν διαθέτει κλιματισμό και τα τρένα της είναι τόσο παλιά που όσο κι αν καθαριστούν, δεν φαίνονται ποτέ εντελώς καθαρά. Οριακά μπορείς να δεις τα φαντάσματα του παρελθόντος να στρογγυλοκάθονται στα καθίσματα. Οπότε καταλαβαίνει κανείς γιατί η συγκεκριμένη γραμμή ονομάζεται "καθαρτήριο". Ένας από τους κεντρικούς σταθμούς της είναι στην περιοχή Russell Square, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1906. Και προφανώς δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε όσον αφορά τη λειτουργία του, καθώς δεν διαθέτει κυλιόμενες σκάλες για τα ανώτερα επίπεδα. Αυτό βέβαια είναι κάτι που συμβαίνει και σε άλλους σταθμούς ανάλογης παλαιότητας, αλλά εγώ είχα την "τύχη" να το μάθω στον συγκεκριμένο, που απ' ό,τι κατάλαβα αργότερα, είναι ιδιαίτερα σεσημασμένος.
Βγαίνοντας από το τρένο - αρχαιολογικό εύρημα στην μικροσκοπική αποβάθρα, ακολούθησα το πλήθος και τις πινακίδες που έδειχναν τον δρόμο. Οι στενοί διάδρομοι οδηγούσαν σε ένα ακόμα πιο μικροσκοπικό χολ όπου ένα τσούρμο κόσμου περίμενε τα ασανσέρ, ενώ δίπλα ακριβώς η κυκλική σκάλα κάγχαζε, προκλητικά έρημη και άδεια. Μα γιατί περιμένουν όλοι το ασανσέρ και δεν πηγαίνει κανένας από τη σκάλα, ήταν λογικό να αναρωτηθώ, έχοντας κυρίως υπ' όψιν μου τα ασανσέρ στους δικούς μας σταθμούς του μετρό που είναι λίγο μεγαλύτερα από αυτά των πολυκατοικιών. Ενώ ακόμα είχα την αναρώτηση στο μυαλό μου, είδα δυο-τρεις συνεπιβάτες μου να ξεκινούν το ανέβασμα από τις σκάλες, κάτι που μου έδωσε το κίνητρο που χρειαζόμουν για να κάνω κι εγώ το ίδιο.
Παίζει να ήταν αυτό ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ζωής μου. Γιατί αφενός δεν ήξερα ότι τα ασανσέρ στους σταθμούς του Λονδίνου χωράνε γύρω στα είκοσι άτομα, άρα δε θα μου κόστιζε τίποτα να περιμένω κάτω με το τσούρμο, αφετέρου δεν είχα καν προσέξει την προειδοποιητική πινακίδα στη βάση της σκάλας που ενημέρωνε λεπτομερώς για το πόσα ακριβώς σκαλοπάτια διέθετε η συγκεκριμένη ανάβαση - 175, παρακαλώ! - και προέτρεπε ευγενικά να προτιμήσουμε τα ασανσέρ. Στο δεύτερο κράσπεδο, σταμάτησα για να ανακτήσω δυνάμεις. Στο τρίτο κράσπεδο, έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και κάθισα στα σκαλιά, οριακά χωρίς σφυγμό.
Σταμάτησα να μετράω τα κράσπεδα και σε μια επόμενη στροφή της σκάλας, συνάντησα έναν καλό κύριο με μια κάμερα ο οποίος κατέβαινε και με χαιρέτησε με ένα χαμόγελο γεμάτο κατανόηση και διασκέδαση, καθώς προφανώς ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο στους ντόπιους το θέαμα απροετοίμαστων επισκεπτών που ανέβαιναν ασθμαίνοντας τα σκαλιά στην Russell Square. Τον ρώτησα με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει αν είχε πολύ ακόμα, και με πληροφόρησε, αφού με ρώτησε κι εκείνος αν ήταν η πρώτη μου φορά εκεί, ότι λίγο ακόμα και θα έβγαινα στον σταθμό μετεπιβίβασης για Victoria.
Κάπου εκεί αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μου, καθώς άρχισε να έρχεται αέρας από πάνω, και ν' ακούγονται ομιλίες και φωνές. Αναδύθηκα στην επιφάνεια βλέποντας μαύρες γραμμές μπροστά μου και στάθηκα να ξαποστάσω κοντα στα ακυρωτικά μηχανήματα. Βγαίνοντας έξω στον δρόμο, αντίκρισα την πλατεία, που ήταν γεμάτη καφετέριες, γιατί προφανώς εδώ και χρόνια θα σέρνονταν ταξιδιώτες ημιλυπόθυμοι ή και ημιθανείς από τα έγκατα του σταθμού της Russell Square, οπότε η τοπική αυτοδιοίκηση είχε φροντίσει να υπάρχουν άμεσα τρόποι ανάκτησης χαμένων αναπνοών και δυνάμεων.
Μετά από ένα μικρό διάλειμμα κατά το οποίο όντως ανάκτησα κι εγώ τις χαμένες μου δυνάμεις, κατευθύνθηκα προς τον προορισμό μου, που ήταν το μουσείο του Charles Dickens, λίγα μέτρα πιο κάτω. Περιττό να πω το πόσο εκπληκτικό είναι το συγκεκριμένο κτίριο, με όλα τα αντικείμενα που είτε ανήκαν στον μέγιστο αυτόν πεζογράφο είτε προέρχονταν από την ευρύτερη βικτωριανή περίοδο που ήταν και ο χώρος / χρόνος δράσης του. Ένα από τα πράγματα που μου έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν δύο μπουκαλάκια στη σοφίτα, όπου μπορούσε κανείς να μυρίσει την αιθαλομίχλη, το περιβόητο smog, που κυριολεκτικά κάλυπτε την ατμόσφαιρα του Λονδίνου την εποχή του Dickens, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα.